Έχουμε κατ’ επανάληψη σημειώσει από τις στήλες αυτές ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος δεν βρίσκεται μακριά από τα 300 τρισεκατομμύρια δολάρια. Είναι δε σαφές ότι η ύπαρξή του έχει ποικίλες παρενέργειες, που σίγουρα ήσαν μη αναμενόμενες από τις διάφορες πολιτικές εξουσίες. Μια κορυφαία όμως παρενέργεια του υπέρογκου αυτού χρέους, σχεδόν τριπλάσιου αν συγκριθεί με το παγκόσμιο ΑΕΠ, είναι η κρίση ρευστότητας που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Δύο συντελεστές της οικονομικής λειτουργίας που και αυτοί όμως βρίσκονται σε φάση υπερχρέωσης.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, οι μεν εταιρείες δύσκολα χρηματοδοτούν νέες παραγωγικές επενδύσεις, τα δε νοικοκυριά δεν επενδύουν σχεδόν τίποτε σε ακίνητα και διαρκή καταναλωτικά αγαθά, παρά τα πολύ χαμηλά επιτόκια.
Παρά την τεχνητή αισιοδοξία που καλλιεργείται, η κατάσταση για τις επιχειρήσεις δεν είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Αλλά ούτε και τα νοικοκυριά είναι πρόθυμα να το ρίξουν στην άκριτη κατανάλωση. Υπό παρόμοιες συνθήκες έτσι, οι επιχειρήσεις που θέλουν να επιβιώσουν σε δύσκολα ανταγωνιστικά περιβάλλοντα θα πρέπει να αναθεωρήσουν αρκετές οικονομικές αρχές τους. Κατά κύριο δε λόγο, θα χρειαστεί να επανεξετάσουν τις χρηματοοικονομικές τους στρατηγικές. Το παγκόσμιο τοπίο δεν χαμογελά. Η ταχύτητα με την οποία κινείται και κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και από λογαριασμό σε λογαριασμό το χρήμα στην αγορά -το λεγόμενο velocity of money- είναι καθοριστικότατος παράγοντας του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Όσο πιο αργά, τόσο βραδύτερη και η ανάπτυξη.
Εξηγείται μερικώς έτσι γιατί δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου ρευστότητα στην ελληνική αγορά και γιατί, σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και στον διεθνή περίγυρο, με κάποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ιδιαίτερα στον ασιατικό χώρο.
Ορισμένους από τους κύριους λόγους για την κατάσταση αυτή περιέγραφε πριν από λίγο καιρό σε άρθρο του ο Πέτρος Δούκας, δήμαρχος Σπάρτης σήμερα και πρώην υφυπουργός Οικονομικών. Κατά την εκτίμησή του, η αγορά και το χρήμα για να κινηθούν, χρειάζονται κλίμα εμπιστοσύνης. Ξοδεύω γιατί υπολογίζω εύλογα (και όχι σαν χαζοχαρούμενος) ότι και εγώ θα έχω μία ροή εσόδων που θα αποπληρώνει αυτά που ξοδεύω. Σε περιόδους οικονομικής παρακμής, οι περισσότεροι κουμπώνονται οικονομικά για να μπορούν να αντιμετωπίσουν σοβαρότερες και επιτακτικότερες ανάγκες. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που πλήττουν τη γενική ρευστότητα. Είναι:
* Η συνεχής υπερφορολόγηση, που μεταφέρει πόρους από τον ταχυκίνητο ιδιωτικό στον βραδυκίνητο και αναποτελεσματικότατο δημόσιο τομέα, με αποτέλεσμα το χρήμα να μην «αβγατίζει» με ικανοποιητικούς ρυθμούς.
* Το κυνηγητό με τα «πόθεν έσχες» που προβληματίζει όποιον θα έκανε μεγαλύτερες δαπάνες, γιατί είναι κάτι σαν προσκλητήριο για φορολογικούς ελέγχους και άντε μετά να βγάλεις άκρη! Έτσι, τα «πόθεν έσχες» λειτουργούν ανασχετικά και επιβραδυντικά στις δαπάνες και στην κυκλοφορία του χρήματος
* Οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για τις οποίες δεν γίνεται πολύς λόγος, πλην όμως συνιστούν αμφιλεγόμενη τακτική, που θα έχει συνέπειες.
Τίθεται όμως το γενικό ερώτημα, γιατί η διεθνής οικονομία έφτασε στα δυσθεώρητα ύψη χρέους; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Αυτό είναι αποτέλεσμα της υπερχρέωσης του δημόσιου τομέα των περισσότερων κρατών, αλλά και των «animal spirits», ήτοι της υπεραισιοδοξίας των ανθρώπων στον ιδιωτικό τομέα, όπως την περιέγραψε ο μέγας οικονομολόγος John Maynard Keynes.
Ο κρατισμός, με άλλα λόγια, είναι από μόνος του πηγή υπερχρέωσης αλλά και ανισοτήτων, αν δούμε πώς κατανέμεται το δανεικό χρήμα των κυβερνήσεων.
Βέβαια, ο Keynes είχε προτείνει την αύξηση των κρατικών δαπανών σε μία ειδική περίπτωση, όπου οι οικονομίες βρίσκονταν σε μία κατάσταση liquidity trap, χωρίς να είναι ήδη ελλειμματικές και υπερχρεωμένες, και όχι σαν λύση-πασπαρτού, όπως νομίζουν οι απανταχού Κεϋνσιανοί που δεν έχουν δει ούτε το εξώφυλλο των έργων του (λες και το πολιτικό σύστημα θα άφηνε μια τέτοια ευκαιρία για παροχές αναξιοποίητη -όπως και έγινε).
Επίσης, το γεγονός ότι για 70-74 χρόνια δεν είχαμε κάποιον γενικευμένο πόλεμο που όχι μόνο να καταστρέφει ανθρώπους αλλά και να μηδενίζει τα χρέη και τις οικονομικές υποχρεώσεις του ενός προς τον άλλον, είναι στοιχείο που επιδεινώνει τη ρευστότητα. Έτσι, τα EBITDA (η κερδοφορία) που δημιουργούν τα εργοστάσια, τα ακίνητα, τα μηχανήματα κ.λπ. δεν επαρκούν για να εξυπηρετηθεί ένας τεράστιος όγκος χρέους, δημόσιος και ιδιωτικός.
Και, φυσικά, όσο λιγότερα δάνεια (με τους τόκους τους) αποπληρώνονται, τόσο λιγότερα είναι και τα κεφάλαια που θα μπορούσαν να ξαναδιατεθούν στην αγορά -δηλαδή, τα δάνεια που δεν αποπληρώνονται είναι κεφάλαια που ουσιαστικά «καταστράφηκαν» και δεν μπορούν να «ανακυκλωθούν».
Υπάρχει επίσης και η αυστηροποίηση των κανόνων όσον αφορά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Σήμερα, οι τράπεζες απαιτείται να έχουν πολλά περισσότερα κεφάλαια για να κάνουν τις ίδιες δουλειές που έκαναν στο παρελθόν. Παράλληλα, παρατηρείται αυστηροποίηση των κανόνων και των ελέγχων για άνοιγμα λογαριασμών καταθέσεων, μεταβιβάσεων κεφαλαίων κ.λπ. Γι’ αυτό, παρά το ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν μειώσει τα προεξοφλητικά τους επιτόκια στο 0% ή και σε αρνητικά επίπεδα, οι εμπορικές τράπεζες δεν προσφέρουν ρευστότητα, γιατί θα πρέπει να δανείσουν σε ήδη υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Διαιωνίζεται έτσι ένας φαύλος κύκλος που σίγουρα το τέλος δεν είναι ούτε για φέτος αλλά ούτε και για αύριο. Ο περίφημος σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός έχει μπροστά του πολλά να αναθεωρήσει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.