Ο αλόγιστος τρόπος που η χώρα διαχειρίστηκε το συνταξιοδοτικό σύστημα, είναι μαζί με το μεγάλο κράτος και την απώλεια ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, οι τρεις βασικές αιτίες της χρεοκοπίας της.
Μέχρι σήμερα είχαμε κρατικά ελεγχόμενο σύστημα συντάξεων, το λεγόμενο «διανεμητικό», όπου οι εισφορές των εργαζομένων χρηματοδοτούσαν τις συντάξεις των συνταξιούχων, τις οποίες επιπλέον ενίσχυε το κράτος.
Η ενίσχυση ήταν τέτοια που οδηγούσε σε ποσοστά αναπλήρωσης που ξεπερνούσαν ακόμα και το 100%. Άλλο σημείο προσοχής, οι υψηλές συντάξεις στις ηλικίες 56-65, όπου η μέση σύνταξη ήταν 1.080 ευρώ, όταν η μέση σύνταξη στους συνταξιούχους άνω των 70 ετών ήταν 760. (ΗΛΙΟΣ, Σεπτ 2013)! Δηλαδή το σύστημα είχε συσσωρεύσει τις μεγαλύτερες συντάξεις στις ηλικίες που είχαν το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής!
Δύο στοιχεία ακόμα για το πού πήγαινε η κατάσταση. Συντελεστής γονιμότητας το 1980 ήταν 2,2 παιδιά, το 2017 έπεσε στο 1,3. Η σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχους ήταν 3,16 προς 1 το 1980 και μόλις 1,3 προς 1 2018 το 2017.
Τέλος, η ευλογία να ζούμε περισσότερο, το μέσο προσδόκιμο ζωής για άντρες - γυναίκες το 1980 ήταν 72,2 και 76,6 αντίστοιχα και το 2017 ανήλθε σε 79 και 84 έτη.
Είναι προφανές, ότι λιγότεροι εργαζόμενοι, δεν μπορούν να συντηρούν περισσότερους συνταξιούχους για περισσότερα χρόνια. Έτσι οι υποσχέσεις που έδινε το πολιτικό σύστημα στους συνταξιούχους μέσα από τους σχετικούς συνταξιοδοτικούς νόμους, δεν ήταν τίποτε άλλο από ευχές να υπάρχουν πολλοί και καλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι να πληρώσουν τις συντάξεις των συνταξιούχων όταν έλθει αυτή η ώρα.
Επιπρόσθετα ο κατακερματισμός των ταμείων, οδήγησε σε απίστευτη γραφειοκρατική ταλαιπωρία όσους είχαν διαφορετικούς εργοδότες, ή εναλλαγές σε ρόλους μισθωτού ή αυτοαπασχολούμενου - επιχειρηματία, κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η διαδοχική ασφάλιση ήταν συνώνυμο της ταλαιπωρίας.
Αναπόφευκτα, όταν οι ξένες αγορές σταμάτησαν να χρηματοδοτούν το κράτος, το τελευταίο δεν μπορούσε να συνεχίζει να καλύπτει τα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού (200 δις ευρώ κρατική επιχορήγηση την περίοδο 2000 – 2017) και έτσι οι συντάξεις μειώθηκαν βίαια, χωρίς να μπορούν οι συνταξιούχοι να κάνουν τίποτα.
Τώρα απαιτείται ριζική αλλαγή πορείας. Πρέπει να κάνουμε αυτό που κάνει σταδιακά τα τελευταία 40 χρόνια ο δυτικός κόσμος, δηλαδή να αλλάξουμε το σύστημά μας από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό. Να υπάρχει η βάση της εθνικής σύνταξης η οποία θα δίνεται σε μια ηλικία πχ. τα 67 έτη σήμερα, που θα μεταβάλλεται ανάλογα με το προσδόκιμο ζωής. Μάλιστα αν η δαπάνη για εθνική σύνταξη «κλειδωθεί» ως ποσοστό του ΑΕΠ, τότε επιτυγχάνουμε και δημοσιονομική πειθαρχία.
Πάνω σε αυτή θα προστεθεί η σύνταξη που θα προκύπτει για κάθε εργαζόμενο με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τόσο με υποχρεωτική ασφάλιση, όσο και με προαιρετική.
Το κεφαλαιοποιητικό (ή ανταποδοτικό) σύστημα, έχει περισσότερα πλεονεκτήματα όπως: Είναι δίκαιο, γιατί όσα περισσότερα πληρώνει ο εργαζόμενος, τόσο περισσότερα θα λάβει ως συνταξιούχος, δεν έχει γραφειοκρατία, ακολουθεί τον εργαζόμενο όσους εργοδότες και ρόλους κι αν αλλάξει. είναι απλό, κατανοητό, άρα αξιόπιστο και διαφανές, παρέχει στην εργαζόμενο πλήρη ελευθερία να καθορίσει τους όρους και τα χρόνια του εργασιακού του βίου και της συνταξιοδότησής του.
Χρηματοοικονομικά όμως η μετατροπή μπορεί να υποστηριχθεί; Αν υποθέσουμε ότι από κάποια ηλικία και κάτω, πχ. 35, οι πολίτες θα ασφαλίζονται με βάση το νέο σύστημα, τότε ποιος θα πληρώνει τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων;
Αυτό ακριβώς κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι το ζητούμενο μιας οραματικής διακυβέρνησης. Ο ομαλή μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο, με τη διατήρηση του σημερινού ύψους συντάξεων για τους σημερινούς συνταξιούχους. Προφανώς πρέπει να γίνει μια εκτεταμένη μελέτη για το κόστος, αλλά σε κάθε περίπτωση, ούτε απαγορευτικό είναι, ούτε θα καταβληθεί εφάπαξ, θα είναι οπισθοβαρές.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι την πρώτη χρονιά εφαρμογής του, θα λείπουν από το σύστημα οι εισφορές των εργαζομένων κάτω των 35 ετών. Το σύνολο το εργαζομένων αυτών, είναι το 35% περίπου (Εργάνη), όμως είναι κατά κανόνα χαμηλότερα αμειβόμενοι, άρα η συνεισφορά τους στο σύστημα είναι σε αρκετά χαμηλότερο ποσοστό, που με ασφάλεια μπορούμε να το υπολογίσουμε στο 25%, δηλαδή σε απώλεια ετήσιων εσόδων των 5 δισ. ευρώ.
Ισχυρίζομαι ότι το ποσό αυτό μπορεί να καλυφθεί συνδυαστικά, τόσο με μείωση δαπανών του δημοσίου, όσο και με την αύξηση των φορολογικών εσόδων εισοδήματος και κατανάλωσης από τις νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν (η αλλαγή αυτή θα έχει άμεση θετική επίπτωση στις νέες θέσεις εργασίας και στην ανάπτυξη). Φυσικά, ένα μεγάλο τμήμα του, ίσως το μεγαλύτερο θα πρέπει να προέλθει από δημοσιονομικό χώρο της τάξης των 1,5% του ΑΕΠ που θα μπορούσαμε να θέσουμε στο τραπέζι του διαλόγου με τους πιστωτές μας.
Τέλος ένα ακόμα θετικό αυτής της μετάβασης, είναι η σοβαρή ενίσχυση της αποταμίευσης, η σταδιακή δημιουργία αποθεματικών, που σε βάθος χρόνου μπορούν να αγοράζουν όλο και μεγαλύτερο τμήμα του δημοσίου χρέους.
Αυτή είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση που χρειάζεται η χώρα για να περάσει σε μια περίοδο σημαντικής ανάπτυξης και να δημιουργήσει νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Αρκεί να σκεφτούμε «έξω από το κουτί».
(*) Οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ), στην Τραπεζική και στον Τουρισμό, υποψήφιος διδάκτορας Πανεπιστημίου Αιγαίου στο συνταξιοδοτικό, πρώην Δήμαρχος Μελισσίων.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.