Πολλές φορές έχει ειπωθεί κατά τα τελευταία χρόνια ότι ο συνδυασμός υψηλής φορολόγησης και πολύ μεγάλων ασφαλιστικών εισφορών επηρεάζει ιδιαίτερα αρνητικά την επιχειρηματικότητα στη χώρα μας.
Το παράδειγμα που παρατίθεται (βλέπε στοιχεία πίνακα) είναι χαρακτηριστικό. Σε έναν ιδιοκτήτη μιας κερδοφόρου εταιρείας που σημειώνει προ φόρων αποτέλεσμα 100 χιλ., 500 χιλ. και 1 εκατ. ευρώ, του μένουν τελικά αντίστοιχα «στο χέρι» 23 χιλ., 130,5 χιλ. και 288 χιλ. ευρώ. Δηλαδή στην πράξη ο επιχειρηματίας αυτός μπορεί να αποκομίσει «στο χέρι» μόλις το 23% έως 28,8% της προ φόρων κερδοφορίας που σημείωσε.
Μάλιστα, όπως επίσης φαίνεται στο παράδειγμα, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα όταν η παραπάνω επιχείρηση δεν έχει έναν, αλλά περισσότερους ιδιοκτήτες (η οροφή της επιβολής των ασφαλιστικών εισφορών υπολογίζεται ανά μέτοχο και όχι συνολικά για την εταιρεία).
Ενδεχομένως βέβαια να υποστηρίξει κάποιος ότι η προκαταβολή φόρου επιβαρύνει τους επιχειρηματίες μόνο για την πρώτη χρήση και στην ουσία δεν είναι επιπλέον φόρος αλλά ταμειακή διευκόλυνση προς το δημόσιο. Ακόμη όμως και αν είναι έτσι, το μόνο βέβαιο είναι ότι τουλάχιστον το 50% των προ φόρων αποτελεσμάτων καταλήγει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο Ελληνικό Δημόσιο και στα Ασφαλιστικά Ταμεία. Άλλωστε, αυτοί δεν είναι οι μόνοι φόροι, δεδομένου ότι υπάρχουν ο ΦΠΑ και ΦΜΥ που δεν συμπεριλαμβάνονται στον παρατιθέμενο πίνακα.
Όλα αυτά όμως είναι μόνο η μία πλευρά του όλου προβλήματος που δημιουργείται και γι' αυτό ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
• Περίπου το 50% των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων (βλέπε στοιχεία εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας κατά τα τελευταία χρόνια) είναι ζημιογόνο. Λογικά, το ποσοστό των ζημιογόνων εταιρειών θα υπερβαίνει το 50% όταν αναφερόμαστε σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
• Η ζημιογόνος λειτουργία των εταιρειών πολύ συχνά δεν οφείλεται σε τυχόν ανεπάρκεια του επιχειρηματία ή στο χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, αλλά στις υψηλότατες φορολογίες που επιβάλλονται όχι στα κέρδη αλλά στο κόστος! Για παράδειγμα τα μεταφορικά έξοδα επιβαρύνονται με τους απίστευτους φόρους που επιβάλλει το κράτος στα καύσιμα, το κόστος εργασίας γίνεται πανάκριβο λόγω των πολύ μεγάλων ασφαλιστικών εισφορών, ενώ παράλληλα μια επιχείρηση φορολογείται όταν δανείζεται, όταν προχωρεί σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, όταν έχει αποθήκες (π.χ. ΕΝΦΙΑ), όταν…
• Ας υποθέσουμε όμως ότι η δική μας επιχείρηση είναι «τυχερή» και συγκαταλέγεται στις κερδοφόρες. Τότε λοιπόν, ξεκινά το μαρτύριο καθώς τα προ φόρων κέρδη της επιχείρησης επιβαρύνονται με 29% φορολογία και υποχρεώνονται σε ισόποση προκαταβολή φόρου (για μία έστω φορά). Πέραν αυτών, τα μερίσματα φορολογούνται με 15%, ο επιχειρηματίας υποχρεώνεται στην καταβολή εισφοράς αλληλεγγύης που φτάνει το 10% για μικρά ποσά και ασφαλιστικών εισφορών που προσεγγίζουν το 27%.
Όπως λοιπόν προκύπτει από τα στοιχεία του πρώτου παρατιθέμενου πίνακα, από μια επιχείρηση που κερδίζει 100.000 ευρώ τον χρόνο, ο κατά 100% ιδιοκτήτης της θα λάβει μόλις 23.010,75 ευρώ!
Αν η επιχείρηση κερδίζει 500.000 ευρώ τον χρόνο, ο κατά 100% ιδιοκτήτης της θα λάβει μόλις 130.550 ευρώ!
Και τέλος, αν η επιχείρηση κερδίζει 1.000.000 ευρώ τον χρόνο (πόσες άραγε είναι αυτές;), ο κατά 100% ιδιοκτήτης της θα λάβει μόλις 288.050 ευρώ!
• Το πρόβλημα όμως γίνεται ακόμη πιο οξύ για την εγχώρια επιχειρηματικότητα, και αυτό γιατί μέσα σε ένα τέτοιο φορολογικό-ασφαλιστικό περιβάλλον, που επίσης συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο χώρας (country risk) και χαμηλό πλέον διαθέσιμο εισόδημα για τους πολίτες, αναρωτιέται κανείς για το πώς θα προσελκυσθούν σημαντικές επενδύσεις.
• Ένα επιπρόσθετο ζήτημα είναι ότι με το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών επιβαρύνεται ιδιαίτερα η επιχείρηση, ενώ την ίδια στιγμή οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων μετά τις επιβαρύνσεις είναι πολύ χαμηλές. Έτσι, το κίνητρο των εργαζομένων που εξακολουθούν να εργάζονται στη χώρα είναι συνήθως χαμηλό.
• Από την πλευρά τους, πολλές επιχειρήσεις αναζητούν τρόπους μεταφοράς της έδρας ή και των δραστηριοτήτων τους σε μία από τις τόσες ανταγωνιστικές χώρες του εξωτερικού.
• Και τέλος, παρατηρούμε τη δυσκολία των ελληνικών επιχειρήσεων να βρουν αξιόλογα στελέχη, καθώς πολλές φορές αυτά μπορούν να καρπωθούν πολύ υψηλότερες πραγματικές αποδοχές σε εταιρείες άλλων χωρών (το αφορολόγητο όριο στην Κύπρο είναι 19.500 ευρώ, έναντι των 5.800 ευρώ στη χώρα μας).
Είναι βέβαιο πως το υπάρχον μείγμα είναι… τοξικό και θα πρέπει να αλλάξει όσο το δυνατόν συντομότερα.
*To αναλυτικό παράδειγμα φορολόγησης δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".
• Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι οικονομολόγος, Πρόεδρος της NUNTIUS ΑΧΕΠΕΥ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.