Πολλές φορές έχω επισημάνει κατά το παρελθόν ότι λόγω των υψηλότατων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, ένας εργαζόμενος στην Ελλάδα μπορεί να αμείβεται λιγότερα κατά 30% ή και 40% από έναν συνάδελφό του σε άλλες χώρες του εξωτερικού (πχ Βουλγαρία, Κύπρος) ενώ για την επιχείρηση συνεπάγεται το ίδιο κόστος.
Έχω μάλιστα δώσει πολλά και συγκεκριμένα παραδείγματα, έχοντας τονίσει ότι μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον:
Πρώτον, οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δεν είναι ευχαριστημένοι για τις καθαρές αποδοχές που εισπράττουν, με αποτέλεσμα -πολλές φορές- τη μειωμένη απόδοση και τη χαμηλή παραγωγικότητα.
Δεύτερον, αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις αποφασίζουν να δραστηριοποιηθούν στις χώρες αυτές και όχι στη δική μας.
Και τρίτον, οι ελληνικές επιχειρήσεις όχι μόνο δεν μπορούν να προσελκύσουν εξειδικευμένα στελέχη από το εξωτερικό, αλλά αντίθετα βλέπουν πολλούς από τους δικούς τους εργαζόμενους για τους οποίους έχουν δαπανήσει χρήματα για να τους επιμορφώσουν και να τους προσδώσουν εμπειρίες, να φεύγουν στο εξωτερικό έναντι ελκυστικότερων καθαρών αποδοχών.
Έχοντας συνομιλήσει με αξιωματούχους, αλλά και διαβάζοντας μέσω του Τύπου τις απόψεις τους, έχω καταλάβει πως ούτε στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι η ριζική αλλαγή του φορολογικού πλαισίου μέσα από τη θέσπιση ανταγωνιστικών φορολογικών συντελεστών, αλλά ούτε και εφικτό θα ήταν να γίνει σύντομα κάποια περικοπή στις ασφαλιστικές εισφορές. Άλλωστε, μάθαμε τις τελευταίες ημέρες πως σύντομα θα ψηφιστεί νέα(!) αύξηση εισφορών από το 2018 (πέρα από εκείνη του νόμου Κατρούγκαλου) στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το περιοριστικό περιβάλλον, όπου μια απόφαση θα πρέπει να λάβει την έγκριση όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και των δανειστών, θα πρότεινα μια σειρά από γενναίες φορολογικές -και παράλληλα αναπτυξιακές κατά την γνώμη μου- κινήσεις:
Πρώτον, την ίδρυση Ειδικών Φορολογικών Ζωνών. Θα πρόκειται για συγκεκριμένα μέρη της χώρας που θα προσφέρουν ευνοϊκό φορολογικό-ασφαλιστικό πακέτο στις νέες επιχειρήσεις που θα προσέλθουν να εγκατασταθούν σ’ αυτές. Η κίνηση αυτό θα τονώσει συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας, αλλά και συγκεκριμένους κλάδους στους οποίους δεν έχουμε αναπτυχθεί λόγω της υπερφορολόγησης, αν και διαθέτουμε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Εναλλακτικά την καθιέρωση χαμηλών συντελεστών φορολόγησης και ασφαλιστικών εισφορών για διεθνείς εκτός Ελλάδας εξαγωγικές δραστηριότητες σε προϊόντα και υπηρεσίες που θα εισάγουν έσοδα στα εγχώρια Δημόσια Ταμεία.
Δεύτερον, τη θέσπιση ελκυστικών φορολογικών κινήτρων για τους Ευρωπαίους και Βορειοαμερικανούς πολίτες που θα θελήσουν να διαμένουν για πολλούς μήνες το χρόνο στη χώρα μας (για κλιματολογικούς και πολλούς άλλους λόγους). Κάτι τέτοιο θα έδινε μεγάλη τόνωση στην τουριστική δραστηριότητα, αλλά και σε όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας. Μάλιστα, δεν θα επέφερε οποιαδήποτε φορολογική απώλεια, καθώς οι ξένοι (αυτής της κατηγορίας) διαμένοντες στη χώρα μας είναι ελάχιστοι.
Τρίτον, θα πρέπει να ασκηθεί μεγαλύτερη κινητικότητα στην προσέλκυση Κινέζων και Ρώσων καθώς και πολιτών εκτός ΕΕ που μέσα από ένα ελάχιστο ύψος επενδύσεων (όχι μόνο σε ακίνητα όπως ισχύει, αλλά και σε άλλα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία, όπως ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια), προκειμένου να λάβουν άδεια παραμονής στην Ελλάδα και στην ουσία διαβατήριο για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και τέταρτον, θα πρέπει να ασκηθεί μια πολύ πιο ευέλικτη πολιτική κινήτρων για την μακροενοικίαση ελληνικών νησίδων σε ξένους κεφαλαιούχους. Τα οφέλη θα είναι πολλά: Από το τίμημα της ενοικίασης, έως τις επενδύσεις που θα γίνουν, τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν, την διαφήμιση της χώρας στο εξωτερικό, τα οφέλη για τον ελληνικό τουρισμό και πολλά άλλα.
Υπερασπιζόμενος τις παραπάνω απόψεις, θα προσέθετα και το εξής: Ακούω με ενδιαφέρον πως πρέπει να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας. Συμφωνώ απόλυτα. Διάβασα επίσης πως σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του 2016, το πρώτο τρίμηνο του 2017 έκλεισε με τις εξαγωγές να ανεβαίνουν κατά 5,9%.
Ωστόσο λόγω του χαμηλού τους σημερινού μεγέθους τους (2,63 δισ. ευρώ τον Μάρτιο, των πετρελαιοειδών συμπεριλαμβανομένων), δεν μπορεί να περιμένουμε μόνο από ένα ετήσιο +5% στις εξαγωγές προκειμένου να μπει η χώρα σε μια σαφή αναπτυξιακή τροχιά. Ο στόχος και η ανάλογη οικονομική πολιτική θα πρέπει να είναι η αύξηση κατά 30% των εξαγωγών κάθε χρόνο. Με τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών εισέρχεται πλούτος στη χώρα.
Χρειάζονται πολύ πιο άμεσα και δραστικά μέτρα, μερικά εκ των οποίων μπορούν να είναι τα προαναφερθέντα.
* Ο Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι Οικονομολόγος, Πρόεδρος NUNTIUS ΑΧΕΠΕΥ και μέλος του ΔΣ του ΣΜΕΧΑ. Εχει διατελέσει Βουλευτής Α’ Αθήνας, μέλος ΔΣ ΕΒΕΑ και Πρόεδρος ΣΜΕΧΑ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.