«Θα γίνουμε Ζιμπάμπουε». Πόσες φορές δεν το έχουμε ακούσει; Το παράδειγμα που συγκλονίζει. Που φέρνει τρόμο.
Είναι όμως έτσι; Πόσο κοντά είμαστε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Για να ρίξουμε μια ματιά σε αυτή τη χώρα.
Η χώρα
Η Ζιμπάμπουε ανήκει γεωγραφικά στην υποσαχάρια Αφρική και έχει πληθυσμό 14 εκατομμύρια κατοίκους. Οι θεσμοί που ισχύουν ακόμα και σήμερα έχουν τις ρίζες τους στην αποικιοκρατική περίοδο. Όπως άλλωστε και στις περισσότερες χώρες αυτής της ηπείρου.
Οι Άγγλοι, το 1901, εισέβαλαν, έσφαξαν και ίδρυσαν την αποικία της Νότιας Ροδεσίας. Καθώς όμως δεν βρήκαν αξιόλογα κοιτάσματα πολύτιμων μετάλλων που έψαχναν, βολεύτηκαν με την εκμετάλλευση του εύφορου εδάφους.
Είκοσι χρόνια αργότερα, κατόπιν δημοψηφίσματος, στο οποίο εννοείται δεν συμμετείχαν οι μαύροι, αποφασίστηκε η αυτονομία από τη βρετανική κυβέρνηση. Στο νέο κράτος υιοθετήθηκαν νόμοι κατά τα πρότυπα της Νότιας Αφρικής, όπου προβλέπονταν δικαιώματα μόνο για τους λευκούς.
Το 1965 ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία από τη Βρετανία, σε μια περίοδο που διεθνώς είχαν παραμείνει ελάχιστα αποικιοκρατικά καθεστώτα. Η ελίτ των λευκών εκείνη την περίοδο αριθμούσε μόλις το 5% των κατοίκων.
Η κυριαρχία του Μουγκάμπε
Η κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας για το ρατσιστικό καθεστώς καθώς και ο ένοπλος αγώνας από Αφρικανούς αντάρτες άσκησαν ασφυκτική πίεση στη λευκή μειονότητα, που αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί. Σαν αποτέλεσμα είχαμε την κατάλυση της εξουσίας των λευκών και την ίδρυση του κράτους της Ζιμπάμπουε.
Ηγέτης αναδείχθηκε το 1980 ο Robert Mugabe, ένας από τους δύο αρχηγούς των ανταρτών. Ο Mugabe τήρησε τη συμφωνία να αναθεωρήσει το σύνταγμα και να σεβαστεί σε μεγάλο βαθμό τις ιδιοκτησίες και τα προνόμια των λευκών.
Σιγά σιγά συγκέντρωσε όλη την πολιτική δύναμη. Δημιούργησε ένα μονοκομματικό κράτος σοσιαλιστικού τύπου, προσλαμβάνοντας στο δημόσιο τα μέλη του κόμματος.
Ο παραγωγικός αγροτικός τομέας που ήταν προσανατολισμένος στις εξαγωγές, είχε παραμείνει επίτηδες στα χέρια των λευκών. Ο Mugabe δεν επιθυμούσε να αναδυθεί μια ανεξάρτητη επιχειρηματική τάξη Αφρικανών, για να μην αμφισβητηθεί η εξουσία του.
Οι εκλογές στη Ζιμπάμπουε
Καθώς οι οικονομικές επιδόσεις έφθιναν, λογικό ήταν να ενισχυθεί η αντιπολίτευση. Όμως στις βουλευτικές εκλογές του 1995 είχαμε εκτεταμένη νοθεία. Το κόμμα του Mugabe έλαβε 81%, ενώ ένα χρόνο αργότερα στις προεδρικές 93%.
Το 2000, παρά τον εκφοβισμό και τη νοθεία, υπήρξε σαφή πτώση των ποσοστών τους κυβερνώντος κόμματος. Ο Mugabe, προκειμένου να εξαγοράσει τις ψήφους των βετεράνων ανταρτών, τους ενθάρρυνε να καταπατήσουν τις περιουσίες των λευκών.
Φυσικά, τα καλύτερα κομμάτια γης πήγανε στους εκλεκτούς του κόμματος.
Η διαφορά με το παλιό αποικιοκρατικό καθεστώς ήταν πως τους πόρους και τον πλούτο της χώρας δεν τον οικειοποιούνταν οι λευκοί αλλά μια κομματική ελίτ μαύρων. Όλα περιστρέφονται γύρω από 50.000 προνομιούχους πολίτες, από 500 οικογένειες. Έγιναν στελέχη στις μεγάλες επιχειρήσεις, απόκτησαν χιλιάδες ακίνητα και γενικά ελέγχουν όλους τους τομείς της οικονομίας.
Στις εκλογές του 2008, το κυβερνών κόμμα απώλεσε για πρώτη φορά τον έλεγχο της Βουλής, ισοψηφώντας σε αριθμό εδρών με την αντιπολίτευση.
Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την εξουσία, τι έκανε ο Mugabe; Διέταξε τη σύλληψη του ηγέτη του δεύτερου κόμματος. Παρά το ότι ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ζήτησε την αναβολή του δεύτερου γύρου των εκλογών, αυτές διεξήχθησαν κανονικά. Ο Mugabe, ως μοναδικός υποψήφιος, κατάφερε να κερδίσει μία ακόμα πενταετή θητεία.
Πώς ξεκίνησε ο υπερπληθωρισμός
Η προστασία της ιδιωτικής περιουσίας δεν σήμαινε και πολλά στη Ζιμπάμπουε, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορούσε να κατασχεθεί από το καθεστώς. Όπως ήταν φυσικό, αυτές οι συνθήκες οδήγησαν σε κατακόρυφη πτώση της αγροτικής παραγωγής.
Μια έρευνα του 2005, αποκάλυψε πως η μέση αγοραστική δύναμη είχε πέσει στα ίδια επίπεδα με το 1953. Λες και είχε σταματήσει ο χρόνος. Το αποτέλεσμα δεν ήταν τυχαίο, αλλά προσχεδιασμένο. Προκειμένου να αποτραπεί ο πλουτισμός μερίδας πολιτών και να μην ισχυροποιηθούν, δεν δημιουργήθηκαν ποτέ τα αναγκαία κίνητρα ώστε οι πολίτες να επενδύουν, να γίνουν πιο παραγωγικοί, να καινοτομούν.
Το καθεστώς προσπάθησε να δημιουργήσει πλούτο ανορθόδοξα. Άρχισαν να τυπώνουν ανεξέλεγκτα χρήματα χωρίς αντίκρισμα, με συνέπεια να δημιουργηθεί υπερπληθωρισμός.
Όσο η Κεντρική Τράπεζα ήταν σχετικά ανεξάρτητη, ο πληθωρισμός ήταν σε ανεκτά επίπεδα. Ο διοικητής της όμως ενέδωσε στις πιέσεις, καθώς γνώριζε την «ατυχία» που βρήκε τον Κεντρικό Τραπεζίτη στη διπλανή Σιέρα Λεόνε. Είχε «γλιστρήσει» από μια ταράτσα, μετά από μια διαφωνία που είχε με τον πρόεδρο της χώρας του.
Ενδεικτικό της κατάστασης ήταν πως το ποσοστό της επίσημης ανεργίας ανερχόταν στο εφιαλτικό 80% το 2007, ενώ από το τμήμα του ΟΗΕ για τις ανθρωπιστικές υποθέσεις αναφέρθηκε πως ήταν 94% το 2009.
Στις 29 Ιανουαρίου του 2009, η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό -ένα αυγό έφτασε να πουλιέται 50 δισεκατομμύρια- αναγκάστηκε να νομιμοποιήσει τη χρήση ξένων χαρτονομισμάτων. Η κυκλοφορία του δολαρίου της Ζιμπάμπουε ανεστάλη τελικά στις 12 Απριλίου 2009.
Κερδίζοντας τον πρώτο λαχνό
Ο Mugabe είχε αποθρασυνθεί και είχε διαφθείρει τη χώρα σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε μια κλήρωση που διοργάνωσε μια τράπεζα το 2000, η Zimbabwe Banking Corporation, κέρδισε τον πρώτο λαχνό!
Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση να ήταν πολύ τυχερός, μας μένουν δύο εκδοχές. Είτε κάποιος από το περιβάλλον του, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, έστησε την κλήρωση για να ευχαριστήσει τον πρόεδρο, είτε ο ίδιος ο Mugabe ήθελε να κάνει επίδειξη δύναμης.
Το σίγουρο είναι πως δεν χρειαζόταν τα χρήματα. Μόλις πριν λίγο καιρό είχε αποφασίσει τριπλασιασμό των αποδοχών του
Γιατί το έκανε;
Η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή: Επειδή μπορούσε!
Συμπέρασμα
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι πολιτικοί της Ελλάδας έχουν φανεί κατώτεροι των περιστάσεων. Ούτε ότι η οικονομία της παρουσιάζει σοβαρές οργανωτικές αδυναμίες.
Ωστόσο όποιος ισχυρίζεται στα σοβαρά πως κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κινδυνεύουμε να έχουμε την τύχη της Ζιμπάμπουε, είναι φανερό πως πρόκειται για κάποιον απερίσκεπτο, που αγνοεί βασικές παραμέτρους ή έχει χάσει το μέτρο.
Πηγή: Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη, των Daron Acemoglu και James Robinson
* Ο Βασίλης Παζόπουλος ([email protected]) είναι οικονομολόγος, χρηματιστηριακός αναλυτής, συγγραφέας του βιβλίου Επενδυτές χωρίς Σύνορα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.