Το ερώτημα που έχει τεθεί από αρκετούς παράγοντες της αγοράς προς τους μελλοντικούς συνταξιούχους της χώρας είναι ξεκάθαρο: Η λεγόμενη «Κράτος Ασφαλιστική» θα ήταν μια υγιής και φερέγγυα ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να σας εγγυηθεί τη σύνταξη που σας υπόσχεται; θα μπορούσε να περάσει τον πήχη του Solvency I και πόσο μάλλον του Solvency II;
Και η απάντηση είναι προφανής: «Ούτε με σφαίρες»...
Αυτό άλλωστε έδειξε και η εμπειρία των τελευταίων ετών, όπου η «Κράτος Ασφαλιστική» κούρεψε μονομερώς, πολλαπλώς και αγρίως όλες τις συντάξεις που η ίδια είχε συμφωνήσει και χορηγήσει. Με άλλα λόγια, το «σύστημα έκανε default», πράγμα που αναμένεται να επαναληφθεί προσεχώς για μια ακόμη φορά, προκειμένου η χώρα να λάβει το ΟΚ της δεύτερης αξιολόγησης.
Παρ' όλα αυτά, οι παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως η επικείμενη μείωση των συντάξεων δεν θα είναι η τελευταία. Και αυτό γιατί το αναλογιστικό έλλειμμα έως το έτος 2060 υπολογίζεται (μελέτη καθηγητών Τήνιου-Νεκτάριου) γύρω στα 460 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές και κοντά στα 760 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές.
Έτσι, εκτός από το καταγεγραμμένο δημόσιο χρέος των 340 δισ., υπάρχει επιπλέον ένα πρόσθετο (αδήλωτο), πολύ μεγαλύτερο δημόσιο χρέος («επαχθές και επονείδιστο» και αυτό), που θα πρέπει να πληρωθεί μέσα στις επόμενες δεκαετίες...
Απέναντι σ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση κάνει ότι δεν βλέπει το πρόβλημα, δηλώνοντας (ασαφώς…) πως η λύση του ζητήματος θα έρθει από τις διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία και την ανάπτυξη που θα φέρουν αυτές σε βάθος χρόνου.
Από την πλευρά της, η Νέα Δημοκρατία (ασαφώς επίσης…) μιλάει φυσικά και αυτή για διαρθρωτικές αλλαγές και ανάπτυξη, ενώ παράλληλα: α) Υποστηρίζει το σύστημα των τριών πυλώνων, β) Αναφέρεται σε μειώσεις των υψηλών εισφορών, γ) Δεν κάνει οποιαδήποτε νύξη για μειώσεις συντάξεων. Λέτε να βγαίνει η εξίσωση;
Σύμφωνα πάντως με παράγοντες της αγοράς, το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να αποκατασταθούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών σε ό,τι αφορά στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης και φυσικά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης επιβάλλεται να βασιστεί πάνω σε ρεαλιστικούς όρους.
Με βάση τους ίδιους κύκλους, μόνο έτσι θα υπάρξει μείωση της εισφοροδιαφυγής και μόνο έτσι το ασφαλιστικό θα μπορούσε να εξελιχθεί από πρόβλημα, σε «φάρμακο» για την πολύπαθη ελληνική οικονομία.
Μια σειρά ζητημάτων λοιπόν που πρέπει να συζητηθούν και να συμφωνηθούν μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας είναι τα παρακάτω:
• Μπορεί η «Κράτος Ασφαλιστική» να εγγυηθεί ουσιαστικά τις συντάξεις των μελλοντικών συνταξιούχων στα τρέχοντα επίπεδα; Αν ναι, να το αποδείξει. Αν όχι (όπως στις πλείστες χώρες της Ευρώπης), να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις με βάση τη συγκεκριμένη παραδοχή.
• Μέχρι ποιο ύψος μπορεί να είναι επιτρεπτή και αποδεκτή η ενίσχυση του συνταξιοδοτικού από τον κρατικό προϋπολογισμό; Μπορεί για παράδειγμα, ο προϋπολογισμός να καταβάλλει το 8% ή 10% του ΑΕΠ για συντάξεις, όταν στην παιδεία διατίθεται το 2,5% του ΑΕΠ και στην έρευνα το 0,5%;
• Οι ασφαλιστικές εισφορές θα πρέπει κάθε φορά να προσαρμόζονται προκειμένου να δίδονται οι επιθυμητές συντάξεις, ή μήπως οι συντάξεις θα πρέπει να προσαρμόζονται στα όρια δυνατοτήτων των ασφαλιστικών εισφορών; Μήπως στην τρέχουσα συγκυρία, θα πρέπει να έχουμε παράλληλα μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (με τρόπο που θα συμφωνηθεί) και μικρότερες εισφορές, μήπως και εισέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά η οικονομία;
• Σε ό,τι αφορά στις «επιδοτούμενες» συντάξεις, μπορεί αυτές να είναι μεγαλύτερες από το τρέχον μέσο επίπεδο αποδοχών των εργαζομένων;
Αυτά τα ζητήματα και αρκετά άλλα θα πρέπει να συζητήσουν με ειλικρίνεια οι κοινωνικοί εταίροι και τα πολιτικά κόμματα, ωστόσο οι περισσότεροι αρμόδιοι παράγοντες (και) αυτή την περίοδο αποφεύγουν επιμελώς τέτοιου είδους συζητήσεις.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.