Ο Μπελογιάννης υπήρξε ένας άνθρωπος που προτίμησε να πεθάνει παρά να αποκηρύξει τα ιδανικά του. Δεν είχαν όλοι αυτό το θάρρος και για αυτό θαυμάστηκε μέχρι και από τον (τότε) Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδων, που δήλωνε: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Για αυτό και αγιοποιήθηκε και μαζί με διάφορες χριστιανορθόδοξες εικόνες και τάφους, ο πρωθυπουργός προσκύνησε και το εικόνισμα του Μπελογιάννη. Κάθε προσχηματική λατρεία είναι αηδιαστική και γεννά απέχθεια η καπηλεία συμβόλων από την κυβέρνηση, προσπαθώντας να αποδείξει ότι έχει αγωνιστικές ρίζες που δεν αλλάζουν ακόμα και αν οι πράξεις της έρχονται σε αντίθεση με οτιδήποτε θυμίζει παλιές ηρωικές διακηρύξεις.
Στο άλλο φάσμα της πολιτικής συχνότητας, μερικοί διερωτώνται αν ο Μπελογιάννης προάσπισε τη Δημοκρατία ή αν ήταν μάλλον καλύτερα που δεν έγιναν πράξη οι ιδέες του. Κάποιοι πήγαν και ένα βήμα παραπέρα, θυμίζοντας ότι η καταδίκη του λόγω εσχάτης προδοσίας για κατασκοπεία εις βάρος της χώρας ουδέποτε αναιρέθηκε.
Όμως το να κρίνουμε ένα πρόσωπο για τις ιδέες του μετά από 6 δεκαετίες, γνωρίζοντας τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν την εκτέλεσή του (και τα οποία ο ίδιος δεν πρόλαβε να ζήσει), ισοδυναμεί με μία δεύτερη εκτέλεση του νεκρού. Όσο για το ΚΚΕ, ο Μπελογιάννης είναι ένα ιερό και αναλλοίωτο σύμβολο με τίτλους ιδιοκτησίας και για αυτό κράτησε το πιστόλι του. Αναλλοίωτες ιδεολογίες φανερώνουν νεκρή σκέψη. Οι νεκροί δεν μιλάνε και έτσι είναι βολικοί για να γίνονται σύμβολα ιδεών που είναι αδύνατον να αναθεωρήσουν.
Η ιστορία δεν διδάσκει τίποτα για το σήμερα
Δεν είναι η πρώτη -και φοβάμαι ούτε η τελευταία- φορά που είναι αδύνατον να τιμηθούν οι νεκροί ενός εμφυλίου που ρήμαξε τα μεταπολεμικά ερείπια της χώρας. Μερικοί προσπαθούν να εξάγουν συμπεράσματα για τη σημερινή κατάσταση από την ιστορία του εμφύλιου. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να ανοίγουν πληγές και μίση σε ανθρώπους που γεννήθηκαν δεκαετίες μετά την ταφή των τελευταίων νεκρών. Ο ιστορικός Κ. Κωστής αναφέρει: «Το παρελθόν δεν μπορεί και δεν πρόκειται να βοηθήσει κανέναν να αλλάξει μια καθοδική πορεία, η οποία φαίνεται ότι δεν έχει τέλος. Το μόνο πράγμα που μπορεί να μας δείξει η Ιστορία είναι ότι η κάθε εποχή έχει τη μοναδικότητά της».
Ο πολιτικός δυϊσμός της χώρας
Κάποιοι υιοθέτησαν όψιμα τον φιλελευθερισμό σαν ιδεολογία και τον προβάλλουν σαν διέξοδο από την κρίση. Θα πρέπει όμως να ξέρουν ότι δεν μπορεί να περιορίζονται στις οικονομικές ελευθερίες (έχοντας στο μυαλό τους το άρρωστο ελληνικό κράτος) και ταυτόχρονα να εχθρεύονται ατομικές και γενικότερες πολιτικές ελευθερίες. Όπως σωστά αναφέρει ο Π. Μανδραβέλης, «Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πως ο πολιτικός φιλελευθερισμός δεν απέκτησε ποτέ ρίζες» και «μοιάζει παράδοξο, αλλά στη χώρα μας, εκφραστής του πολιτικού φιλελευθερισμού ήταν μετεμφυλιακώς η ευρύτερη Αριστερά. Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι η Αριστερά διωκόταν και γι’ αυτό αγκάλιασε ως ασπίδα τον πολιτικό φιλελευθερισμό».
Η αντιπαράθεση στον άξονα Δεξιά-Αριστερά, ειδικά στην Ελλάδα, δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα. Ακόμα και η πολιτική ένταξη (ειδικά η αρχική) των ανθρώπων περισσότερο επηρεάζεται από οικογενειακές παραδόσεις και ιστορικά ρεύματα που κυριαρχούν κατά καιρούς παρά είναι προϊόν ορθολογικής επιλογής.
Ο Νικηφόρος Διαμαντούρος εκτιμά πως το σύνολο των εγχώριων πολιτικών σχηματισμών διατρέχεται εγκάρσια από δύο πολιτισμικές παραδόσεις: η πρώτη (που είναι πλειοψηφική και κυρίαρχη) αντλεί τις ρίζες της από τις βυζαντινοθωμανικές παραδόσεις και η δεύτερη (πιο πρόσφατη αλλά μειοψηφική) αντλεί τις ρίζες της από τον διαφωτισμό και τον φιλελευθερισμό. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από έντονη εσωστρέφεια, αμυντική και φοβική αντιμετώπιση του κόσμου, έντονες αντιδυτικές τάσεις και ανασφάλεια σε ριζικές οικονομικές ή πολιτικές αλλαγές. Φέρει έντονα τα στοιχεία των ιστορικών τραυμάτων της ελληνικής κοινωνίας και έχει μία συγκρουσιακή λογική μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ό,τι χάνει ο ένας το κερδίζει ο άλλος, χωρίς κανένα περιθώριο συμβιβασμού (ο οποίος είναι απαράδεκτος).
Καμία ανοχή ή σεβασμός δεν αξίζει στον αντίπαλο, που πρέπει να εκμηδενιστεί ή και να εξοντωθεί. Η νεότερη τάση στηρίζεται στην εξωστρέφεια και καθόρισε θετικά την ιστορία της χώρας καθώς παρά το αριθμητικό της μειονέκτημα, κατάφερε κατά καιρούς να κυριαρχήσει χάρη στις συμμαχίες με τον έξω (κυρίως δυτικό) κόσμο. Σήμερα, που η ΕΕ περνά κρίση, έχει σαν αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της τάσης στη χώρα.
Ο Διαμαντούρος εκτιμά μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης, η παραδοσιακή τάση ενισχύθηκε. Στον βαθμό που αυτό αληθεύει (και όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης αυτό δείχνουν), ερμηνεύεται και η αδυναμία σχηματισμού μιας κρίσιμης μάζας και η εμφάνιση μιας ηγεσίας που θα κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για να βγούμε από το τέλμα. (Σημείωση με σημασία: στις τελευταίες εκλογές αντί του Διαμαντούρου εκλέχθηκε ο Παναγιώταρος).
Ας αφήσουμε τους νεκρούς στην ησυχία τους
Ο Μπελογιάννης ανήκει στην εποχή του. Κάθε αναγωγή της ιστορίας του στο σήμερα είναι προβληματική. Ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται για πολιτικές καλύψεις ή σαν ηρωικό παράδειγμα μιας εποχής που πρέπει να αφήσουμε πίσω μας. Αυτοί που φιλονικούν έντονα (ευτυχώς όχι πια με όπλα) από δεξιά ή αριστερά ταμπούρια μπορεί και να ανήκουν τελικά στην ίδια τάση και να μην το καταλαβαίνουν.
* Ο Κ. Μαρκάζος είναι οικονομολόγος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.