Ανήκω στη μειοψηφία που εξακολουθεί να αγοράζει έντυπες εφημερίδες, διαθέτοντας 50 ευρώ τον μήνα σε καιρούς που δεν περισσεύει τίποτα. Σχεδόν συνηθίσαμε να καταρρέουν γύρω μας μαζί με παλιές βεβαιότητες και ιστορικές εφημερίδες που κλείνουν ή μετακομίζουν στα ηλεκτρονικά σύννεφα. Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο, αν και η σύγχρονη ελληνική κρίση και οι παλιές αμαρτίες το επιταχύνουν.
Η επέλαση της τεχνολογίας είναι τυφλή
Στην ταινία «Με τα λεφτά των άλλων» (“Other people’s money”), ένα γεράκι της Wall Street (Ντάνι ντε Βίτο) με ειδικότητα τη ρευστοποίηση προβληματικών επιχειρήσεων προσπαθεί να εξαγοράσει ένα εργοστάσιο καλωδίων που ανήκει σε έναν επιχειρηματία της παλιάς σχολής (τον ρόλο υποδύεται ο Γκρέγκορι Πεκ τόσο καλά που ξεχνάς ότι η ταινία είναι κωμωδία).
Η διαδικασία της επιθετικής εξαγοράς φτάνει σε σημείο κορύφωσης στη Γενική Συνέλευση των μετόχων, όπου ο Γ. Πεκ υπερασπίζεται την ποιότητα της επιχείρησης και των προϊόντων της. Τότε ο Ντε Βίτο απαντά ότι οι τελευταίες εταιρείες που παρήγαγαν μαστίγια για τις ιππήλατες άμαξες της Νέας Υόρκης έφτιαχναν τα καλύτερα μαστίγια που είχαν ποτέ παραχθεί στο μικρότερο κόστος.
Το κεντρικό δίδαγμα της ταινίας ήταν ότι η επέλαση της τεχνολογίας σαρώνει και τις καλύτερες επιχειρήσεις. Πρόκειται για το «παράδοξο του τελευταίου παραχθέντος προϊόντος». Είναι βέβαιο ότι η τελευταία γραφομηχανή που παράχθηκε ήταν η καλύτερη, όπως και ο τελευταίος αυτόματος τηλεφωνητής, ή η τελευταία φωτογραφική μηχανή με φιλμ.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας καθώς παρατηρούμε τον αργό και βασανιστικό θάνατο των έντυπων εφημερίδων. Η επικράτηση του διαδικτύου και των εφαρμογών του σε συνδυασμό με τα smartphones (που στην ουσία είναι ηλεκτρονικοί υπολογιστές τσέπης) έχουν στριμώξει τις ειδήσεις σε μικρές οθόνες που υποτίθεται ότι προσφέρουν, εκτός των άλλων, και ενημέρωση και μάλιστα δωρεάν.
Όπως η βιολογική εξέλιξη δια της φυσικής επιλογής είναι τυφλή και χωρίς σκοπό, κάτι αντίστοιχο ισχύει και με την εφαρμοσμένη τεχνολογία. Καλύπτει ανάγκες χωρίς να έχει πρόθεση να εξαφανίσει το παλιό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν. Η καινούργια τεχνολογία δεν καταργεί πάντα την παλιά. Ούτε που γνωρίζουμε ποιος έφτιαξε το πρώτο μαχαίρι κι όμως συνεχίζουμε να το χρησιμοποιούμε χιλιάδες χρόνια. Ας μη βιαστούμε λοιπόν να θάψουμε τις εφημερίδες.
Δημοσιογραφία πολλών ταχυτήτων
Θεωρώ το επάγγελμα του δημοσιογράφου τόσο δύσκολο, που ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μπορούσα να το ασκήσω, ακόμα και αν βρισκόμουν σε μεγάλη ανάγκη. Η δημοσιογραφία είναι γεμάτη απογοητεύσεις και αποτυχίες και σπάνια επιβραβεύεται ή ανταμείβεται.
Όσοι εργαζόμαστε στον ιδιωτικό τομέα (είτε ως υπάλληλοι είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες), έχουμε συνηθίσει (ή τουλάχιστον επιδιώκουμε) ανταμοιβές. Ακόμα και στον δημόσιο τομέα, παρά την έλλειψη αξιολόγησης, κάποιοι επιβραβεύονται έστω και ψυχικά (από τους ασθενείς ή τους μαθητές τους).
Ο δημοσιογράφος -που δεν έχει πουλήσει την ψυχή του σε αυτούς που υποτίθεται ελέγχει- χρειάζεται να διαθέτει μεγάλη ψυχική δύναμη εκτός από καλή πένα.
Ταυτόχρονα με τους δημοσιογράφους που προσπαθούν να κάνουν όσο το δυνατόν καλύτερα τη δουλειά τους υπάρχουν και «δημοσιογράφοι» (που μπορούν να συγκριθούν σε πάθος μόνο με τους τηλε-ευαγγελιστές στις ΗΠΑ) οι οποίοι «ενημερώνουν» (συνήθως τηλεοπτικά) για οικονομικά ή συνταξιοδοτικά θέματα.
Είναι σε μεγάλο βαθμό οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και από τους βασικούς υπεύθυνους του εγχώριου οικονομικού αναλφαβητισμού, ενώ έχουν επηρεάσει σημαντικά τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων ετών. Το άδικο είναι ότι μόνο οι δεύτεροι είναι διάσημοι, καθώς η ταχύτητα της σύγχρονης ενημέρωσης δεν αφήνει περιθώριο ούτε να θυμάσαι από πού ενημερώθηκες, πόσο μάλλον το επώνυμο του δημοσιογράφου.
Copy-paste: εργαλείο και κατάρα
Πιστεύω ότι στη σημερινή Ελλάδα διαθέτουμε εξαιρετικούς δημοσιογράφους. Συχνά αναφέρονται ιερά τέρατα της παρελθούσας δημοσιογραφίας, αλλά οι νέοι δημοσιογράφοι είναι μορφωμένοι, έχουν διαρκή επαφή με τα καλύτερα διεθνή μέσα ενημέρωσης και αγωνίζονται σκληρά για να διακριθούν, για τους σωστούς λόγους.
Μαζί τους συνυπάρχουν επαγγελματικά και κάποιοι που αντιμετωπίζουν την πληροφόρηση σαν πειρατές, είναι επαγγελματίες της εκβιαστικής δημοσιογραφίας ή/και πληρωμένοι εργολάβοι κατεδάφισης υπολήψεων. Κάτι αντίστοιχο όμως συμβαίνει και στα ευγενέστερα επαγγέλματα ενώ ποτέ οι αφοριστικές γενικεύσεις δεν είναι σωστές.
Σήμερα οι πλέον αξιόλογοι δημοσιογράφοι έχουν να αντιμετωπίσουν και την κατάρα της αντιγραφής, που η τεχνολογία προσφέρει απλόχερα. Διαβάζοντας στις 21/1/17 το ρεπορτάζ της Ελένης Λάσκαρη στα ΝΕΑ (για να αναφέρω και ένα όνομα μιας δημοσιογράφου που κάνει ρεπορτάζ στο ΥΠΟΙΚ και την παρακολουθώ λόγω επαγγέλματος), παρατήρησα ότι το πρωί της ίδιας ημέρας, γνωστό δημοσιογραφικό site είχε δημοσιεύσει (υπογεγραμμένο παρακαλώ) ένα τσιμπολόγημα λέξη προς λέξη από το άρθρο της.
Αν συνεχιστεί αυτή η πρακτική είναι βέβαιο ότι θα κυριαρχήσουν όσοι έχουν όφελος την κλοπή των συναδέλφων τους, χωρίς κανένα κόστος. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα επαγγέλματα. Αντί να ασχολούνται με επαγγελματικά προνόμια, τα συνδικαλιστικά όργανα των δημοσιογράφων θα έπρεπε να ασχοληθούν σοβαρά με τη δεοντολογία.
Know Your Customer
Αναλύοντας το θέμα από την οικονομική του πλευρά, ως καταναλωτής, θα παρατηρούσα τα εξής:
1. Η προσπάθεια να διατηρηθούν συντεχνιακά ασφαλιστικά προνόμια για τους δημοσιογράφους είναι καταδικασμένη. Όποιοι ισχυρίζονται ότι ασκούν λειτούργημα όταν αμείβονται επαγγελματικά, είναι είτε αφελείς είτε προσπαθούν συνειδητά να κερδίσουν οφέλη εις βάρος των υπολοίπων. Συνήθως ζητούν υψηλές και αδιαπραγμάτευτες αμοιβές (όπως κάνουν οι δικαστικοί), ή τη θεσμοθέτηση φόρων υπέρ τους που πληρώνουν τρίτοι (οι δημοσιογράφοι δεν είναι εξαίρεση σε αυτό).
Όμως το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας απεχθάνεται τα προνόμια (στα υπόλοιπα συστήματα η ανεξάρτητη δημοσιογραφία δεν είναι απαραίτητη). Για την ακρίβεια, γεννήθηκε στη μάχη για την κατάργηση επαγγελματικών προνομίων και σε πολιτικό επίπεδο κάποιοι πορφυρογέννητοι έχασαν το κεφάλι τους. Όσες συντεχνίες δίνουν τη μάχη της εξαίρεσης επιταχύνουν την απαξίωση του επαγγέλματός τους. Όταν φοράς το επαγγελματικό καπέλο, το φωτοστέφανο του λειτουργήματος σβήνει.
2. Η ανάγκη έγκυρης πληροφόρησης θα συνεχίσει να υπάρχει. Συνεπώς κάποιοι πελάτες θα είναι πάντα πρόθυμοι να πληρώσουν για να την αποκτήσουν. Όπως όλοι οι κλάδοι, έτσι και οι δημοσιογράφοι πρέπει να μελετήσουν το κοινό τους, δηλαδή τους αναγνώστες τους. Οι εποχές που εκατοντάδες χιλιάδες αγόραζαν εφημερίδες κάθε μέρα μόνο στην Αθήνα, ελλείψει άλλης δυνατότητας, και δεν ξέραμε ποιοι είναι αυτοί, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Θα πρέπει να γνωρίζουν οι εκδότες και οι δημοσιογράφοι σε βάθος το κοινό τους, που ούτε είναι ενιαίο ούτε έχει ομοιόμορφες απαιτήσεις, και να αποφασίσουν πώς θα το εξυπηρετήσουν. Αν θέλουν να συνεχίσουν το επάγγελμα, θα πρέπει να ανακαλύψουν ξανά τους πελάτες τους.
3. Είναι φανερό ότι ο έντυπος Τύπος είναι αδύνατον να συναγωνιστεί σε ταχύτητα ενημέρωσης το διαδίκτυο. Όταν μια επιχείρηση αντιμετωπίζει έναν ισχυρότερο ανταγωνιστή, η μόνη στρατηγική επιβίωσης είναι η διαφοροποίηση του προϊόντος της. Η εγκυρότητα, το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, η επώνυμη υπογραφή της είδησης είναι στοιχεία που θα μπορούσαν να αποδειχθούν σωτήρια ενάντια στην ανωνυμία της αμφίβολης ενημέρωσης του Facebook.
4. Το να ζητάς ειδική προστασία ή ειδικές χρηματοδοτήσεις γιατί «οι εφημερίδες δεν είναι ένα προϊόν σαν τα υπόλοιπα», δεν είναι επιχείρημα που αντέχει. Το ίδιο μπορούν να ισχυριστούν πολλά άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες σε δεκάδες άλλους κλάδους.
Το μέλλον έρχεται πάντα απρόσκλητο
Δεν πιστεύω ότι τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν τους δημοσιογράφους. Ο χειρότερος εχθρός της τεχνητής νοημοσύνης είναι η ανθρώπινη βλακεία και αυτή μόνο έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να την αντιμετωπίσουν (σε μία άνιση μάχη).
Η ανάγκη της σωστής ενημέρωσης θα παραμείνει για πάντα ζωτική. Για αυτό είμαι αισιόδοξος ότι με κάποια μορφή θα συνεχίσουν να υπάρχουν εφημερίδες, αν και οι προβλέψεις δεν δίνουν πάνω από 10 έως 15 χρόνια στις έντυπες.
Πάντως, όσοι νομίζουν ότι είναι έξυπνοι έχοντας ανακαλύψει την τζάμπα ενημέρωση, ας θυμούνται ότι δεν υπάρχει δωρεάν προϊόν και μάλλον είναι άθελά τους τα υποχείρια που εκμεταλλεύονται κάποιοι που ούτε καν γνωρίζουν.
Στους δημοσιογράφους και τους εκδότες θα θύμιζα τα λόγια του Τζορτζ Όργουελ: «Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεται κάτι που κάποιος άλλος δεν θα ήθελε να δημοσιευτεί. Όλα τα υπόλοιπα είναι δημόσιες σχέσεις».
*O Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.