Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Ιδεολογίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Ερωτες δομούνται και αποδομούνται. Το μόνο σταθερό στη ζωή είναι η εξουσία και η «μίζα». Ομως, όπως επισημαίνει ο γνωστός συγγραφέας John Steinbeck, «Η εξουσία δεν διαφθείρει. Αυτό που διαφθείρει είναι ο φόβος ότι θα την χάσεις».
Με τη δίωξη από τις δικαστικές αρχές της αριστερής πρώην προέδρου της Αργεντινής Cristina Fernandez έκλεισε ο χρόνος στη Λατινική Αμερική. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η Cristina φέρεται να ευνόησε επιχειρηματία που συνδεόταν με τον εκλιπόντα σύζυγό της και την ίδια και να φρόντισε να του ανατεθούν δημόσιες συμβάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, ασκήθηκε δίωξη σε βάρος της πρώην προέδρου για «σύσταση και συμμορία» και «παράβαση καθήκοντος» και δόθηκε εντολή να δεσμευθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία μέχρι του ύψους των 10. εκατ. δολαρίων. H ίδια πάντως αρνείται τις κατηγορίες.
Παράλληλα με την υπόθεση της Cristina, η Λατινική Αμερική συγκλονίζεται από τα πολιτικά σκάνδαλα του επιχειρηματικού υπεργίγαντα της Βραζιλίας, της εταιρείας Odebretch. H πανίσχυρη αυτή εταιρεία είχε ένα ειδικό τμήμα που ασχολείτο με τις «μίζες» (“coima” στα ισπανικά) για δημόσιους υπαλλήλους και κυβερνητικά στελέχη για την παραχώρηση δημόσιων έργων.
Στην Κολομβία, η εταιρεία έδωσε «μίζες» ύψους 11 εκατομμυρίων δολαρίων εκ των οποίων ένας υπάλληλος της προηγούμενης κυβέρνησης Uribe έλαβε 6,5 εκατ.
Στο Μεξικό, όπου η περίφημη «mordida» αποτελεί θεσμό, όπως το «λάδωμα» και το «φακελάκι» στην Ελλάδα, η εταιρεία πλήρωσε 10 εκατομμύρια δολάρια για την παραχώρηση έργων συνολικής αξίας 40 εκατ. δολαρίων, δηλ. περίπου το 25%.
Στο Εκουαντόρ, οι «μίζες» φτάνουν τα 35 εκατομμύρια δολάρια για την παραχώρηση έργων συνολικής αξίας 116 εκατ. δολαρίων -αν και είναι ασαφές, αν οι πληρωμές έγιναν κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη σημερινή αριστερή κυβέρνηση, ή από τις προηγούμενες δεξιές κυβερνήσεις.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι όλα τα στοιχεία προέρχονται από τις έρευνες του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Είναι πολύ πιθανόν, αν οι έρευνες είχαν αφεθεί αποκλειστικά στις θιγόμενες χώρες και κυβερνήσεις, τα στοιχεία αυτά να μην είχαν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Μάλιστα ορισμένες κυβερνήσεις της περιοχής έσπευσαν να αποκηρύξουν τα στοιχεία, αποδίδοντάς τα σε πολιτικές σκοπιμότητες των ΗΠΑ.
Ομως φυσικά το μεγαλύτερο σκάνδαλο αφορούσε γνωστούς πολιτικούς της Βραζιλίας και ινδάλματα της παγκόσμιας Αριστεράς, όπως τον πρώην πρόεδρο Ignacio Lula και τη μέχρι πρόσφατα πρόεδρο Dilma Roussef. Σύμφωνα με αποκαλύψεις στελεχών της εταιρείας, ο πρώτος πήρε σε ρευστό 2,5 εκατομμύρια δολάρια -πέρα από διάφορες άλλες «χάρες» όπως την ανακαίνιση της ακίνητης περιουσίας του στην Atibaia. Στην περίπτωση της Roussef, η εταιρεία κάλυψε τα έξοδα των προεκλογικών της εκστρατειών, με καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού.
«Η διαφθορά», γράφει η αναλύτρια από το Ecuador Patricia Estupinan, «αποτελεί την μεγαλύτερη κατάρα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεν διακρίνει μεταξύ κυβερνήσεων της αριστεράς ή της δεξιάς, αν και κάνει μεγαλύτερη ζημιά στα αριστερά καθεστώτα, που έχουν σαν σημαία τους τη μάχη για την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη και των οποίων οι ηγέτες περηφανεύονται για τον αλτρουισμό και την αυτοθυσία τους».
Οι επιπτώσεις της διαφθοράς δεν είναι πάντως μόνο και αποκλειστικά αρνητικές. Οπως υποστηρίζει ο Παραγουανός αναλυτής Benjamin Fernandez Brogado καθώς έρχονται στη δημοσιότητα τα έργα και οι ημέρες της «μαφίας των πολιτικών», όπως τους αποκαλεί, αυξάνονται στη Λατινική Αμερική οι φωνές που ζητούν διάκριση των εξουσιών και ένα πραγματικό «κράτος δικαίου» ακόμα και από πολιτικούς χώρους που θεωρούσαν μέχρι πρότινος αυτές τις έννοιες «αστικές πολυτέλειες».
Από την άλλη πλευρά, πάντως, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί πουύ δείχνουν κατανόηση στο φαινόμενο. Οταν ρώτησα τον καφετζή μου στo Medallin της Κολομβίας, τον Juan, τι πιστεύει για τις περιπτώσεις της Christina και του Lula, μου απάντησε:
«Τόσο κόπο και θυσίες έκαναν οι άνθρωποι για να φτάσουν τόσο ψηλά. Δεν δικαιούνται λοιπόν λίγο από το γλυκό; Ποιος άλλωστε είναι ο λόγος που έκαναν όλες αυτές τις θυσίες για να φτάσουν εκεί που έφτασαν;».
* Ο Τάκης Μίχας σπούδασε Ανθρωπολογία στη Δανία και εργάσθηκε για πολλά χρόνια σε Ελευθεροτυπία και Καθημερινή. Υπήρξε αρθρογράφος της Wall Street Journal και άλλων διεθνών εντύπων καθώς και συγγραφέας βιβλίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει στη Λατινική Αμερική όπου γράφει βιβλίο για το φαινόμενο του Populismo.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.