Σε μια περίοδο, όπου - στο τέλος του 2016 - η ελληνική οικονομία, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις κουβαλάνε ακόμα στις πλάτες τους τα βάρη των μνημονίων, με τις διαρκείς αυξήσεις φόρων και τις μειώσεις αποδοχών, η οποιαδήποτε νέα επιβάρυνση είναι τουλάχιστον επικίνδυνη και επιζήμια για όλους.
Η φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων είναι εξαντλημένη, η ζήτηση, ακόμα και για προϊόντα πρώτης ανάγκης, μειώνεται διαρκώς, οι επιχειρήσεις πιέζονται, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Σε αυτό το δυσμενές οικονομικό κλίμα, δε νοούνται άλλα περιοριστικά μέτρα. Έτσι, γίνεται απολύτως κατανοητό ότι η συμφωνία για το βραχυπρόθεσμο χρέος, που κρύβει ουκ ολίγα γκρίζα σημεία, χρήζει πολλών διευκρινίσεων.
Η δέσμευση της κυβέρνησης για το διατήρηση του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% μεσοπρόθεσμα, σημαίνει ότι πρέπει να συμφωνηθούν τα μέτρα, που θα ληφθούν, ώστε να καθοριστούν και τα χρόνια, για τα οποία θα πρέπει να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος.
Οφείλουν τώρα, άμεσα, τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και η πλευρά των δανειστών, να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και να συμφωνήσουν το συντομότερο δυνατόν σε αυτά, που πρέπει να εφαρμοστούν. Και, αν προκύψει αυτό, τότε πρέπει να μάθουμε ακριβώς το τι προγραμματίζεται για τα επόμενα χρόνια.
Διότι, η μετάθεση των δύσκολων αποφάσεων στο μέλλον, για ακόμα μια φορά, διατηρεί ανοιχτές τις πληγές των προβλημάτων και -ακόμα χειρότερα- τα επιδεινώνει.
Επιπλέον, νωρίτερα από την ανακοίνωση αυτών των αποφάσεων, πρέπει να επιλυθεί το μείζον πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Με λύση βιώσιμη για όλες τις πλευρές. Τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τις τράπεζες.
Πρέπει να εξασφαλιστεί η δυνατότητα στους υφιστάμενους μετόχους, εφόσον το επιθυμούν και έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, να επενδύσουν και να αναδιαρθρώσουν την επιχείρησή τους. Στόχος πρέπει να είναι να δοθεί η δυνατότητα στις βιώσιμες επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, να ρυθμίζουν τα δάνειά τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην απειλείται η συνέχιση των δραστηριοτήτων τους επ’ ωφελεία της διατήρησης των θέσεων εργασίας και της ανάτασης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Η παρουσία των funds, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να βοηθήσει στον απεγκλωβισμό των επιχειρήσεων, για τις οποίες κρίνεται ότι είναι βιώσιμες μετά τη ρύθμιση και την αναδιάρθρωση, μέσω των κεφαλαίων, που θα βάλουν.
* Ο Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας είναι Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.