Καταστροφική για την οικονομία είναι η επιβολή νέων μέτρων και η μη προσέλκυση επενδύσεων. Επενδύσεων που θα αποφέρουν όφελος στους πολίτες της χώρας μας ουσιαστικά και όχι φαινομενικά.
Είναι φανερό ότι η προσέλκυση επενδύσεων είναι μία από τις κύριες και υγιείς λύσεις του οικονομικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα μας, καθώς και της επίλυσης του οξέος προβλήματος της ανεργίας.
Δεν αρκούν μόνο οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια. Όλοι πλέον γνωρίζουν ότι τόσο η δικαστική, όσο και η εκτελεστική εξουσία στη χώρα μας είναι ένα από τα μείζονος σημασίας θέματα που προβληματίζουν και δεν ελκύουν μεγάλους επενδυτές. Ασάφεια νόμων, αργοί ρυθμοί απονομής δικαιοσύνης, γραφειοκρατία είναι μερικοί από τους βασικούς λόγους που αποτελούν τροχοπέδη σε κάθε επενδυτική δραστηριότητα.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι η κακώς μεταφραζόμενη εξουσία κάποιων δημόσιων υπαλλήλων και η απουσία ικανοτήτων που άπτονται της ευελιξίας και της προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος, της ευρύτητας κρίσης και σκέψης, οι οποίες τις περισσότερες φορές, όπου υπάρχουν, λειτουργούν επιλεκτικά.
Με άλλα λόγια, για την αποδοτική προσέλκυση επενδύσεων απαιτείται η δημιουργία περιβάλλοντος σταθερότητας, καθώς και η δημιουργία σαφούς νομοθετικού πλαισίου και αποτελεσματικής και γρήγορης δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Θεωρώ αυτονόητο πως οι επενδύσεις θα πρέπει να γίνονται σε ένα περιβάλλον που θα εξασφαλίζει την έλλειψη γραφειοκρατίας και φαινομένων διαφθοράς, όπου υπάρχει. Στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη της κοινωνίας γενικότερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (αύξηση τοπικής οικονομίας, μείωση ανεργίας, εξέλιξη που θα προκύπτει από τη διάδραση ανθρώπων διαφορετικής κουλτούρας και από την ανταλλαγή γνώσεων).
Η επιβολή ολοένα και περισσότερων φόρων, άμεσων και έμμεσων, ως εργαλείου επίτευξης των κατά καιρούς στόχων έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό ως μέτρο.
Φυσικά, αυτό δεν είναι πολιτική που εφαρμόζει μόνο η σημερινή πολιτική ηγεσία, αλλά πολιτική που εφαρμόζεται τα τελευταία τουλάχιστον έξι χρόνια.
Είναι ολοφάνερο ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι εταίροι μας. Πολλά από τα μέτρα που έχουν ληφθεί, αλλά κι από αυτά που συζητούνται προς ανάληψη, φέρουν τη σφραγίδα των δανειστών μας.
Με δεδομένη τη συμμετοχή της σημερινής κυβέρνησης στο φορολογικό χάος που έχει δημιουργηθεί, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ή να μη λαμβάνουμε υπόψη μας και τη συμμετοχή των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά και τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτό.
Το τελικό ζητούμενο είναι όμως ένα: τι θα γίνει με την Ελλάδα; Ποιο το μέλλον της;
Όταν εν μέσω βαθιάς κρίσης αυξάνονται διαρκώς οι φόροι, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απουσία επενδυτικού ενδιαφέροντος, τη διαρροή επενδυτικών κεφαλαίων από τη χώρα μας και τη διαρκή μείωση φοροδοτικής ικανότητας ιδιωτών και επιχειρήσεων.
Είναι απολύτως λογικό να εμφανίζεται έξαρση του φαινομένου της παραοικονομίας, της διαφθοράς, της διαρροής κεφαλαίων, αλλά και ανθρώπινου δυναμικού σε χώρες του εξωτερικού.
Τέλος, είναι ολοφάνερο ότι οι διαρκώς αυξανόμενοι φόροι οδηγούν σε μεσοπρόθεσμη κατάρρευση του συστήματος. Καμία χώρα έως σήμερα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση μετά από τόσα χρόνια ύφεσης, επιβάλλοντας κύρια φόρους.
Πρέπει να γίνουν δομικές αλλαγές και να αναθεωρηθεί η στρατηγική αντιμετώπισης της χώρας μας από τους δανειστές μας.
Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι ο καθένας φέρει σε διαφορετικό βαθμό κι ένα μερίδιο ευθύνης.
Ας σταματήσει αυτή η αναποτελεσματική πολιτική, η οποία οδηγεί μόνο στην πλήρη κατάρρευση και σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί στην ανάκαμψη και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη. Γιατί, εάν δεν υπάρξει ανάπτυξη, δεν θα μπορέσουμε να είμαστε συνεπείς και προς τις υποχρεώσεις μας.
*Η Μαρίνα Πολίτου είναι οικονομολόγος και Γεν. Γραμματέας του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.