Ανακοινώθηκε ότι σχεδιάζεται νέο αυστηρότερο σύστημα προστίμων για επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες καθώς «τα πρόστιμα που επιβάλλονται σήμερα σε όσους δεν εκδίδουν αποδείξεις παραμένουν χάδι». Αν διαβάζατε αυτή την ανακοίνωση πέρυσι ή πρόπερσι, δεν θα καταλαβαίνατε καμία διαφορά, γιατί όλα τα τελευταία χρόνια το ύψος των προστίμων κυριαρχεί στη δημοσιότητα.
Είναι ένα αυτοτροφοδοτούμενο θέμα καθώς η κρίση εμφύσησε στους περισσότερους Έλληνες οργή και τάσεις εκδίκησης. Έτσι κάθε υπουργός Οικονομικών που θέλει να εναρμονιστεί με τα συναισθήματα των ψηφοφόρων παρουσιάζεται σαν τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει φοροπαραβάτες-δράκους με το δόρυ του.
Πολλή συζήτηση - ανύπαρκτο αποτέλεσμα
Η κουβέντα για τα πρόστιμα είναι καταδικασμένη και οδηγεί σε συνεχείς αλλαγές που δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Σε οποιοδήποτε σύστημα ποινών δεν έχει τόση σημασία το ύψος τους, όσο η πιθανότητα εφαρμογής τους. Κανένας τιμοκατάλογος προστίμων δεν έχει αξία, χωρίς είσπραξη. Ας υποθέσουμε ότι η νέα υφυπουργός Οικονομικών (μία εντελώς άχρηστη θέση στο υπερμεγέθες υπουργικό συμβούλιο που διατηρούμε στην Ελλάδα για να βολευτούν όσοι περισσότεροι γίνεται) ανακοίνωνε ότι τα ελεγκτικά συνεργεία θα κόβουν κάθε φορά και ένα δάκτυλο σε όποιον δεν εκδίδει αποδείξεις.
Πιστεύει κανείς πως μία τέτοια αυστηρότητα θα τρόμαζε κανέναν; Αν πιστεύει το υπουργείο Οικονομικών ότι όσο πιο αυστηρή είναι η ποινή τόσο αποτελεσματικότερη είναι, τότε δεν έχει παρά να αυξήσει τις ποινές. Το μόνο που θα καταφέρει είναι να μην εισπράξει τίποτα και να προσθέσει υποθέσεις στα διοικητικά δικαστήρια.
Η βασικότερη διάκριση των ποινών δεν είναι σε αυστηρές και ελαφρές, αλλά σε ποινές που εφαρμόζονται και σε ανεφάρμοστες. Ακόμα και ποινές-χάδια, που είναι όμως βέβαιες και κλιμακώνονται σε όσους δεν συγκινούνται από τιμωρίες, έχουν μεγαλύτερη επίδραση από αυτές που αλλάζουν συνεχώς, σε ένα φορολογικό καθεστώς που μοιάζει με κινούμενη άμμο. Πουθενά στον κόσμο δεν γεννιούνται φορολογούμενοι με συνείδηση πρόθυμης πληρωμής φόρων και το ποσοστό εισπραξιμότητας των φόρων επηρεάζεται από τις κυρώσεις. Αλλά στην Ελλάδα της υπερφορολόγησης και του «σώζων εαυτόν σωθήτω», η αύξηση των σημερινών ποινών σήμερα είναι άνευ νοήματος.
Να κλείνουν ή όχι όσοι φοροδιαφεύγουν;
Το περασμένο καλοκαίρι, σε 110 μπαρ και ταβέρνες επεβλήθη η ποινή της αναστολής λειτουργίας. Πιστεύω ότι το κλείσιμο της επιχείρησης ή η αναστολή άσκησης επαγγέλματος στις περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεων για ένα χρονικό διάστημα είναι αποτελεσματικότερο μέτρο από μία χρηματική ποινή. Όταν κάποιοι έχουν αποφασίσει να μην τηρούν τους νόμους, όπως για παράδειγμα οι πρατηριούχοι που πειράζουν τις αντλίες καυσίμων, τότε θα πρέπει να ξέρουν ότι θα ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.
Σε ομιλία του, ο ΓΓΔΕ κ. Πιτσιλής ανέφερε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι «κοινωνικές επιπτώσεις των διατάξεων αναστολής λειτουργίας επιχείρησης, σε ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων και επιχειρήσεων. Για να το πω απλά δηλαδή, μάλλον δεν είναι κοινωνικά εφικτό ή αποδεκτό να κλείσει κανείς το ιατρείο ενός γιατρού, διότι οι ασθενείς δεν φταίνε σε τίποτε. Το ίδιο ισχύει και για ένα φροντιστήριο, τα παιδιά δεν φταίνε σε κάτι».
Η διαφοροποίηση των ποινών ανάλογα με το επάγγελμα είναι μία εντελώς λάθος προσέγγιση. Και οι γιατροί ή τα φροντιστήρια που δεν εκδίδουν αποδείξεις θα πρέπει να φοβούνται την αναστολή λειτουργίας τους. Όσο για τους πελάτες τους, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι μπορεί το κράτος να τους αφήσει χωρίς γιατρό ή καθηγητή, αν συνεννοούνται για καλύτερες τιμές χωρίς απόδειξη. Αν αρχίσουμε τις εξαιρέσεις τότε: (α) όλοι θα ζητήσουν εξαίρεση, (β) οι πελάτες του κάθε επαγγέλματος θα μετατραπούν σε ασπίδες προστασίας.
Απλογραφικά και διπλογραφικά βιβλία: Μία διάκριση που δεν σημαίνει τίποτα
Πώς θα σας φαινόταν αν μία παράνομη στάθμευση τιμωρούνταν διαφορετικά ανάλογα με το χρώμα του αυτοκινήτου; Τα φορολογικά πρόστιμα είναι διαφορετικά (συνήθως διπλάσια) ανάλογα με το αν τα λογιστικά βιβλία τηρούνται απλογραφικά ή διπλογραφικά για την ίδια παράβαση. Πρόκειται για έναν αναχρονισμό που δίνει κίνητρο σε επαγγελματίες να μην τηρούν διπλογραφική λογιστική. Προφανώς οι μικρές επιχειρήσεις λειτουργούν με άλλα λογιστικά συστήματα σε σχέση με τις μεγάλες, αλλά δεν είναι η διπλογραφία η μεγαλύτερη διαφορά και είναι παράλογο να τιμωρείται με 250 ευρώ πρόστιμο όποιος δεν εκδίδει την ίδια απόδειξη, αν τηρεί απλογραφικά βιβλία και με 500 ευρώ, με διπλογραφικά. Είναι επίσης πλάνη ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις τηρούν απλογραφικά βιβλία και οι μεγαλύτερες διπλογραφικά. Μία ατομική επιχείρηση ή μία ΟΕ με ετήσιους τζίρους κάτω από 1,5 εκατ. ευρώ μπορεί να τηρεί απλογραφικό σύστημα, ενώ μία ΙΚΕ με τζίρο μερικών χιλιάδων δεν μπορεί.
Η διάκριση των απλογραφικών - διπλογραφικών βιβλίων (συχνά αναφέρονται ως Β' και Γ' κατηγορίας) είναι ένα προβληματικό κατάλοιπο του παρελθόντος, που έχει ακυρωθεί από την τεχνολογία και δεν εξυπηρετεί την καλύτερη λογιστική πληροφόρηση. Ο νόμος περί Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ν.4308/14) παρότι εκσυγχρόνισε το λογιστικό πλαίσιο της χώρας, προσαρμόζοντάς το με βάση τις ευρωπαϊκές οδηγίες, δυστυχώς διατήρησε τη διάκριση της κατηγορίας βιβλίων που περιείχε το τερατούργημα του ΚΒΣ. Όμως στον νόμο πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη βιβλία, αλλά μόνο αρχεία. Ακόμα και ένα αρχείο excel ή ένα κουτί με αποθηκευμένα τιμολόγια είναι αποδεκτό λογιστικά/φορολογικά. Δεν μπορεί να προβλέπονται διαφορετικές ποινές για την ίδια παρανομία.
Πορεία στο μέλλον με αναμνήσεις από το παρελθόν
Μερικοί δημοσιογράφοι δημοσιεύουν αμάσητα ότι «η κατάργηση του βιβλίου ασθενών από τους ιδιώτες γιατρούς και το πελατολόγιο στα φροντιστήρια καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την αποκάλυψη φοροδιαφυγής». Πρόκειται για τα περίφημα «πρόσθετα βιβλία» διαφόρων επαγγελμάτων που (σωστά) καταργήθηκαν με τον Ν. 4308/14 καθώς ταλαιπωρούσαν περισσότερο τους σωστούς επιχειρηματίες και καθόλου όσους είχαν αποφασίσει να φοροδιαφύγουν.
Οι τελευταίοι είχαν αναπτύξει και τεχνογνωσία τήρησης πλαστών βιβλίων. Δεν είναι δυνατόν να επιζητούμε την ανάπτυξη μέσω νέων επενδύσεων ή μέσω της μεγέθυνσης των μικρών επιχειρήσεων σε μεγάλες (κάτι που είναι ένα από τα δομικά μας προβλήματα) και το κράτος να υπαγορεύει τις λεπτομέρειες της λογιστικής.
Τόσα χρόνια που ασχολούμαι με τα φορολογικά, έχοντας διαβάσει χιλιάδες σελίδες ανόητων εγκυκλίων (δεν διαμαρτύρομαι καθώς όλα τα επαγγέλματα διαθέτουν και αβαρίες), έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ιδέες στο υπουργείο Οικονομικών ανακυκλώνονται. Ένα μέτρο που έχει καταργηθεί στο παρελθόν επανέρχεται συχνά αυτούσιο, χωρίς ποτέ να έχει μετρηθεί η αποτελεσματικότητά του. Ας μη μας κάνει εντύπωση αν κάποιος κυβερνητικός φωστήρας εισηγηθεί ένα νόμο που θα επαναφέρει τη θεώρηση των τιμολογίων ή τα συνεργεία που θα κυνηγάνε μεταφορείς για πολύχρωμες φορτωτικές ή τρυπημένα δελτία αποστολής.
Οι προϋποθέσεις των ποινών
Το να αλλάζουμε τις ποινές είναι εύκολο. Το να αλλάξουν οι προϋποθέσεις ώστε αυτές να εισπράττονται, να ωφελούν και να μη χρειάζεται να αλλάζουν δεν είναι εύκολο. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιβληθούν ποινές είναι: (α) να υπάρχει o ελεγκτικός μηχανισμός που θα τις επιβάλλει, (β) ο εισπρακτικός μηχανισμός που θα μπορεί να τις εισπράττει, (γ) να είναι ενιαίες, κλιμακούμενες και ίδιες για όλους, (δ) να σταματήσουμε όλοι να πιστεύουμε ότι η φοροδιαφυγή εξαρτάται μόνο (ή κυρίως) από το ύψος των ποινών, (ε) να σταθεροποιηθεί το φορολογικό νομικό πλαίσιο. Ο στόχος της σταθερότητας του φορολογικού συστήματος δεν είναι μεταφυσικός.
Αν οι ποινές αλλάζουν συνεχώς, τότε υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα όλου του φορολογικού συστήματος και μετά θα ψάχνουμε τι έχει το έρμο και ψοφάει. Αυστηρές ποινές μπορούν να επιβάλλουν μόνο τα κράτη που έχουν σταθερό και ξεκάθαρο φορολογικό σύστημα και όχι εμείς, γιατί κυριαρχεί η ασάφεια, η πολυπλοκότητα και η τυπολατρία και κινδυνεύουν να τιμωρηθούν λάθος άνθρωποι.
Ποινές-ασανσέρ και πρόστιμα στα αζήτητα
Τα συνεχόμενα ρεπορτάζ για τις χαμηλές ποινές των φοροφυγάδων ωθούν έμφοβους υπουργούς να ανεβοκατεβάζουν τα ποινολόγια σαν ασανσέρ. Έτσι μειώνεται η αποτελεσματικότητα των ποινών, όποιο ύψος και αν έχουν. Τα δικαστήρια στη συνέχεια δικαιώνουν δικαίους και αδίκους και το δημόσιο ταμείο μένει άδειο. Μόνο τα ανείσπρακτα πρόστιμα αυξάνονται από μία φαντασίωση «παραδειγματικών ποινών».
Το επιχείρημα ότι οι αυστηρές ποινές μειώνουν τη φοροδιαφυγή είναι ακαταμάχητο, γιατί έχει συναίσθημα, πάθος, εκδίκηση. Αλλά είναι λάθος. Ταυτόχρονα διαλύεται και η τελευταία σταγόνα εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και το ελληνικό κράτος, ένας παράγων που επηρεάζει σημαντικά τη φοροδιαφυγή.
Η φοροδιαφυγή δεν θα μειωθεί με ποινές, όταν διαδοχικές ανίκανες κυβερνήσεις αυξάνουν τους φόρους και οι πολίτες τρέχουν για να τους αποφύγουν. Αν οι φόροι είναι σταθεροί σε λογικά επίπεδα και αφορούν όλους, οι ποινές είναι το τελευταίο που θα μας απασχολεί.
* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.