Για να αντιμετωπίσουμε με σχετική αισιοδοξία τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει εξαρχής να αναγνωρίσουμε όχι μόνο τις μακροχρόνιες παθογένειες αλλά να οραματιστούμε ρεαλιστικά τη θέση της χώρας στις νέες συνθήκες, με ένα σαφές οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης που να ανταποκρίνεται με επάρκεια στη νέα πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται διεθνώς.
Προσπαθώντας να εξηγήσουμε το πρόβλημα και να εντοπίσουμε τις βέλτιστες λύσεις που οδηγούν σε οριστική επίλυση του προβλήματος, θα πρέπει να εξετάσουμε τις σημαντικότερες μακροχρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς ίχνος εμπάθειας και προκατάληψης.
Για να δούμε όμως πώς φτάσαμε στο σημερινό κατάντημα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα ακόλουθα μακροοικονομικά δεδομένα:
1. Συνεχόμενα ελλείμματα για σχεδόν 40 συνεχόμενα χρόνια.
2. Υψηλό και διαρκώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος.
3. Απουσία συστηματικής προσπάθειας να ελεγχθούν οι δημόσιες δαπάνες και η υψηλή φορολόγηση.
4. Διαρκής χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας μετά την εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση (ΕMU).
5. Οι συνεχόμενες αναθεωρήσεις και τροποποιήσεις των επίσημων στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, προκάλεσαν τεράστια ζημία στη διεθνή αξιοπιστία της χώρας.
Φτάσαμε λοιπόν σε σημείο όπου η χώρα βρίσκεται σε άκρως δυσμενή θέση, με πολλές εταιρίες σε φυγή ή στα πρόθυρα της κατάρρευσης, οι εταίροι και οι δανειστές να έχουν επιβάλει μια λύση που όχι μόνο δεν βγαίνει, αλλά οδηγείται σε αδιέξοδο και το γνωρίζουν, αλλά το κυριότερο είναι ότι απλά δεν ενδιαφέρονται πλέον. Και πάλι όμως, ας υποθέσουμε πως οι δανειστές έχουν την πρόθεση και επιθυμούν να κουρέψουν το μισό δημόσιο χρέος.
Πιστεύει κανείς ειλικρινά πως αυτό θα έλυνε οριστικά το ζήτημα; Το παλαιό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος έχει επιδεινωθεί, πρακτικά έχει καταστεί χαοτικό, και σε συνδυασμό με τα δομικά βαρίδια που σπρώχνουν τη χώρα στον πάτο, καμία συστημική παθογένεια δεν είναι δυνατόν να μεταφέρεται επ' αόριστον στο μέλλον, μια πρακτική που δυστυχώς πολλές ηγεσίες είχαν συνηθίσει να εξασκούν χρόνια τώρα. Και όλα αυτά, την ίδια στιγμή που κάποιοι επιθυμούν διαχρονικά την εθελοντική έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από αυτό.
Δυστυχώς έχουν γίνει τόσες θυσίες από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, και όμως ακόμα δεν έχουμε ένα δικό μας εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ταυτόχρονα η παγκοσμιοποίηση από τη μια πλευρά και η υψηλή τεχνολογία από την άλλη, διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα διεθνώς. Η κρίση και τα μνημόνια συνέπεσαν με την άνθιση του διαδικτύου και της ψηφιακής τεχνολογίας.
Η σύγχρονη πραγματικότητα είναι τόσο διαφορετική σε σχέση με ό,τι ίσχυε πριν από λίγα μόλις χρόνια, ώστε αρκετοί αναλυτές να υιοθετούν την άποψη πως έχουμε να κάνουμε με μια κοσμοϊστορική επανάσταση που δημιουργεί μια μεταβατική περίοδο σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου όσοι υιοθετούν νέες μεθόδους διαχείρισης και αξιοποίησης σύγχρονων εργαλείων περνούν μπροστά και όσοι επαναλαμβάνουν τις παραδοσιακές παθογένειες και τα λάθη του παρελθόντος παραμένουν ουραγοί και μοιράζονται τα ψίχουλα.
Δεν είναι λίγοι επίσης όσοι εκτιμούν πως η Ελλάδα είναι μια μικρή πληθυσμιακά χώρα που μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεν θα καταφέρει ποτέ να είναι ανταγωνιστική. Ας δούμε όμως και πάλι τα δεδομένα. Εάν εξετάσουμε το Human Development Index των Ηνωμένων Εθνών και του CS Strength Index, θα διαπιστώσουμε πως μέσα στις πρώτες σε κατάταξη χώρες με την υψηλότερη βαθμολογία παγκοσμίως βρίσκονται 15 μικρές πληθυσμιακά χώρες όπως η Φινλανδία, η Αυστρία, το Βέλγιο, το Ισραήλ, το Λουξεμβούργο, η Σουηδία, η Τσεχία, η Σλοβενία, η Ιρλανδία, η Σιγκαπούρη κ.α. σε ορισμένες από τις υψηλότερες θέσεις. Επιπλέον οι μικρές χώρες είναι πιο ομοιογενείς ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με πολύ μεγαλύτερες χώρες, ένα κριτήριο που είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία μιας χώρας.
Κανείς δεν ισχυρίζεται πως στις χώρες αυτές δεν υπάρχουν και προκλήσεις. Σαφώς υπάρχουν προκλήσεις αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και άλματα. Επίσης είναι εξίσου σημαντικό πως στις χώρες αυτές υπάρχουν ισχυροί θεσμοί οι οποίοι λειτουργούν ανεξάρτητα από κομματικές σκοπιμότητες, όπου η συνέχεια της λειτουργίας του κράτους και η ποιότητα των παρεχόμενων κρατικών υπηρεσιών προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις είναι και αυτή πάρα πολύ υψηλή.
Η αλλαγή πορείας της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε ενδεχομένως να υλοποιηθεί ως συνάρτηση με την αξιοποίηση των μεθοδολογικών και των τεχνολογικών εργαλείων που πραγματικά μεταμορφώνουν τον τρόπο που τα ανεπτυγμένα κράτη εξοικονομούν πόρους και παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες. H τεχνολογική πρόοδος αναπαράγει δυνατότητες τις οποίες εάν καταφέρουμε να υιοθετήσουμε, τότε θα δημιουργήσουμε σημαντικά πλεονεκτήματα σχεδόν σε κάθε κλάδο της ελληνικής οικονομίας.
Σε επίπεδο κράτους και ιδιωτικού τομέα, εφόσον εφαρμοστούν οι απαιτούμενες αλλαγές, θα είναι πολύ ρεαλιστικό να ξεφύγουμε από την κρίση, σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά πόσον, όταν γνωρίζουμε εκ των προτέρων πως η τεχνολογική αλλαγή θα συνεχιστεί με ταχύτερο βηματισμό και με πολλές εκπλήξεις στην πορεία προς το μέλλον, προσφέροντας σημαντικές ευκαιρίες και πλεονεκτήματα για όσους παρακολουθούν τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Ταυτόχρονα χαρακτηριστικό γνώρισμα των πληθυσμιακά μικρών αλλά ανεπτυγμένων χωρών είναι πως επενδύουν έμπρακτα στις νέες τεχνολογίες, είναι φιλόξενοι στην έρευνα και την ανάπτυξη, προστατεύουν τις υποδομές και την πνευματική ιδιοκτησία, βελτιώνουν διαρκώς την παιδεία, σκεπτόμενοι μακροπρόθεσμα και ορθολογικά, λαμβάνοντας υπόψη τις μελλοντικές γενιές. Επομένως βλέπουμε πως το γεγονός πως η Ελλάδα είναι μια μικρή πληθυσμιακά χώρα, δεν είναι η αιτία της μακροχρόνιας κακής οικονομικής απόδοσης.
Η εποχή που οι τεχνολογίες αφορούσαν τις αυτοματοποιημένες λογιστικές εργασίες και την επίλυση μεμονωμένων επιστημονικών προβλημάτων ανήκει στο παρελθόν. Πλέον η τεχνολογία χρησιμοποιείται παντού και δημιουργεί ένα συνεχές μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Αυτό σημαίνει πως οργανισμοί και κράτος θα πρέπει να αναπτύσσουν μηχανισμούς γρήγορης προσαρμογής, αφού οι αλλαγές παρουσιάζονται ταχύτερα σε σχέση με το παρελθόν. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, θα πρέπει ηγεσίες και κεντρικές διοικήσεις να δώσουν έμφαση σε μηχανισμούς που αυξάνουν την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα, στον εντοπισμό άχρηστου κόστους που μειώνει την αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Να γίνει αξιοποίηση των βέλτιστων πρακτικών, του κανονιστικού πλαισίου αλλά και καταγραφή των περιορισμών. Τα ανώτερα και ανώτατα στελέχη είναι αυτά που θα πρέπει να εστιάσουν και να εντοπίσουν την πηγή των προβλημάτων διότι οι προτεραιότητες και οι αποφάσεις καθορίζονται και ενδυναμώνονται πάντοτε από την κορυφή της ιεραρχίας.
Επιπλέον οι παρεμβάσεις θα πρέπει να συνδέονται σε κάθε περίπτωση με επιχειρησιακούς - στρατηγικούς στόχους και διαδικασίες τυποποίησης (standarization), με έμφαση στα χρήσιμα κόστη όπως π.χ. την αρχιτεκτονική νέων υποδομών και αποτελεσματικών εφαρμογών που παρέχουν μετρήσιμα αποτελέσματα. Πρέπει επιτέλους να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοκρατία αναφορικά με τον ανθρώπινο παράγοντα, στον άριστο σχεδιασμό και την υλοποίηση αντιμέτρων που ενισχύουν την αδιάλειπτη επικοινωνία και τις σύγχρονες ψηφιακές υποδομές μας. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι να απορρίψουμε τους κατασταλτικούς παράγοντες όπως τη θεσμική διαφθορά, την κατάχρηση της κυβερνητικής εξουσίας, τον λαϊκισμό και την αυξανόμενη τρωτότητα των θέσεων εργασίας που απορρέει από λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις.
Πρέπει η ανώτερη και ανώτατη διοίκηση του κράτους να αποδεσμεύσει άμεσα από τον ασφυκτικό γραφειοκρατικό και φορολογικό εναγκαλισμό της τον ιδιωτικό τομέα και να αφήσει τις επιχειρήσεις να κάνουν αυτό που γνωρίζουν καλά, δηλαδή να δημιουργήσουν κερδοφορία και νέες θέσεις εργασίας. Και θα πρέπει επιτέλους να μας απασχολήσει πολύ σοβαρά ένας ειλικρινής δημόσιος διάλογος με θέμα τη στρατηγική μετάβαση σε ένα νέο ανατροφοδοτούμενο μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα είναι δεσμευτικό για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, ως αντίβαρο στο δυσάρεστο σκηνικό της μικροπολιτικής ουτοπίας που βιώνουμε σήμερα. Διαφορετικά είναι βέβαιο πως η κρίση θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό ακόμα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ίσως δεν έχουμε εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες να καθορίσουμε το μέλλον της χώρας μας με μια στοχευμένη μετάβαση. Πως υπάρχει τρόπος η πολλαπλά προικισμένη και με συγκλονιστικές δυνατότητες χώρα μας να μπορέσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να μεγαλουργήσει, να υποστηρίξει την ευημερία του λαού της και να ανακτήσει τη χαμένη διεθνή αξιοπιστία της, που τόσο έχει πληγεί από συνεχόμενα λάθη, παραλήψεις και αστοχίες.
*Ο Κωνσταντίνος Καλέντης είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της Zephirus Business Consultants, Αντιπρόεδρος της Συμπολιτείας Ολυμπίας, μέλος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων και μέλος της Κοινότητας Διαλόγου Σύνθεσις. Είναι απόφοιτος του Baker, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του York της Μ. Βρετανίας και του Harvard Kennedy School of Government, σε θέματα Εθνικής και Διεθνούς Ασφάλειας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.