«Εχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη»

Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία είναι γεμάτη πληγές. Μόνο η συμμετοχή μας στην ΕΕ και η συνεπαγόμενη υποχρεωτική υπαγωγή των θεσμών μας στην κρίση ενός ευρωπαϊκού πλαισίου δημιουργεί ισχυρά αντισώματα. Γράφει ο Κ. Μαρκάζος.

  • του Κώστα Μαρκάζου (*)
«Εχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη»

Η δικαιοσύνη είναι ένα αγαθό πολυτελείας. Σε σχέση με τα υπόλοιπα που προσφέρει ένα κράτος (όπως η Παιδεία ή η Υγεία), είναι λιγότερο απτό και ορατό.

Στη σημερινή Ελλάδα, οι πολίτες (ιδιαίτερα η μεσαία τάξη που έχει και τη δυνατότερη φωνή) μπορούν να βρουν ιδιωτικές λύσεις παρακάμπτοντας τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια παιδεία (ακόμα και για το απαγορευμένο φρούτο της ιδιωτικής τριτοβάθμιας, στέλνοντας το τέκνο στο εξωτερικό), αλλά δεν έχουν καμία αντίστοιχη δυνατότητα στη δικαιοσύνη, καθώς δεν υπάρχει ιδιωτικός τομέας (ούτε και έχει εφευρεθεί πουθενά).

Ταυτόχρονα η δικαιοσύνη είναι το καθοριστικό αγαθό που ανέκαθεν αντικατόπτριζε την ποιότητα μίας κοινωνίας και καθορίζει τη μελλοντική της ανάπτυξη. Φυσικά επηρεάζεται από το θεσμικό πλαίσιο και τους νόμους.

Σε μία χώρα που είναι προβληματική η διαδικασία θέσπισης νόμων, είναι επακόλουθο να υποβαθμίζεται και η ποιότητα της δικαιοσύνης. Επηρεάζεται όμως και από άλλους παράγοντες. Ειδικά από την εκτελεστική εξουσία, όταν αυτή διεκδικεί τον έλεγχο της δικαστικής.

Πραγματικές και φανταστικές επεμβάσεις στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης

Έγινε μεγάλη φασαρία για τις δηλώσεις του πρωθυπουργού σχετικά με το αποτέλεσμα επικείμενης απόφασης του ΣτΕ για τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες καθώς θεωρήθηκαν επέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης.

Ο καθηγητής Σ. Τσακυράκης, εκφράζοντας τη λογική (κόντρα στην πλειοψηφία των δημοσιογράφων), αναφέρει: «Δεν θεωρώ ότι η δήλωση του πρωθυπουργού ότι δεν θα ακυρώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες αποτελεί αθέμιτη παρέμβαση που στρέφεται κατά της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Όπως δεν ήταν η δήλωση του κ. Κ. Μητσοτάκη ότι δεν πρόκειται να σταθεί ο νόμος στο ΣτΕ. Οι πολιτικοί έχουν δικαίωμα να λένε αυτό που πιστεύουν για τη συνταγματικότητα ενός νόμου και να καλούν τα δικαστήρια να πράξουν αναλόγως. Την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης την υπονομεύουν άλλου είδους παρεμβάσεις και όχι η δημόσια έκφραση απόψεων».

Έχουμε παρεξηγήσει τόσες έννοιες, που έχει χαθεί το μέτρο. Από πότε οι προβλέψεις μίας δικαστικής απόφασης επηρεάζουν έναν ανεξάρτητο και ικανό δικαστή; Αν οι δικαστές φοβούνται (οποιονδήποτε, όποιο αξίωμα και αν κατέχει), ή είναι ανίκανοι, τότε οι προβλέψεις είναι το μικρότερο πρόβλημα των αποφάσεών τους.

Από πότε οι δικαστές και οι δικαστικές αποφάσεις είναι απρόσβλητες στην κριτική; Είναι απλοϊκή δικαιολογία η δήλωση του Κ. Μητσοτάκη ότι «το θέμα του κ. Γεωργίου είναι στη δικαιοσύνη, δεν θα κάνω κάποιο σχόλιο» για την υπόθεση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ. Δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιους στη ΝΔ που ισχυρίζονται -μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και πολλούς άλλους- ότι κάποιοι «πείραξαν τα στατιστικά στοιχεία το 2010» και έτσι μας προέκυψαν τα μνημόνια. Δεν είναι σύμπτωση ότι πολλά στελέχη της σημερινής κυβέρνησης στο υπουργείο Δικαιοσύνης προέρχονται από την «καραμανλική δεξιά».

Οι απανωτές συμπτώσεις δεν είναι συμπτωματικές

Ακόμα και οι δημοκρατικότερες εξουσίες ενοχλούνται από δικαστές που δεν επηρεάζονται. Η μόνη ουσιαστική προστασία (και όχι μόνο για τη δικαιοσύνη) είναι δημοκρατικοί θεσμοί που διασφαλίζουν ανεξαρτησία από τη δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι αφελής όποιος πιστεύει ότι συμπτωματικά ο υπουργός Δικαιοσύνης καθαιρεί (περί αυτού πρόκειται) τον προϊστάμενο της εισαγγελίας Εφετών τρεις ημέρες πριν τις εκλογές (παρότι κατάφερε να επανεκλεγεί), ή ότι συμπτωματικά ο εισαγγελέας εισβάλλει στο σπίτι του διοικητή της ΤτΕ όταν αυτός εκδίδει μία μη αρεστή απόφαση. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θέλει να ελέγχει τη δικαιοσύνη.

Οι κινήσεις μπορεί να φαίνονται άγαρμπες, όχι γιατί καλύπτονται από ανύπαρκτα ηθικά αριστερά πλεονεκτήματα, ούτε γιατί οι προηγούμενες σέβονταν περισσότερο την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Απλά η σημερινή κυβέρνηση δίνει έναν αγώνα με τον χρόνο, χωρίς την πολυτέλεια των παροχών που είχαν οι κυβερνήσεις πριν την κρίση.

Θέλει να εξασφαλίσει το πολιτικό της μέλλον δημιουργώντας ένα καθεστώς που περιλαμβάνει φιλικά ΜΜΕ, τράπεζες (δυστυχώς μας τελείωσαν) και κρατικό μηχανισμό (εδώ οι επιδόσεις είναι εντυπωσιακά αποτελεσματικές). Ξέρει ότι οι φιλικοί επιχειρηματίες θα έρθουν όταν ελέγχονται όλα αυτά από μία αστική (ο Θεός να την κάνει) τάξη που έχει συνηθίσει να κάνει δουλειές με όποιον είναι στο γκουβέρνο.

«Έχω εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη»

Όσοι δηλώνουν ότι «έχουν εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη» είναι υποκριτές. Είτε θέλουν να κολακεύσουν δικαστές υπέρ τους, είτε δεν θέλουν να τοποθετηθούν για την υπόθεση. Είναι οι ίδιοι που όταν εκδοθεί απόφαση εναντίον τους, θα καταγγείλουν τις «απαράδεκτες δικαστικές αποφάσεις» ως προϊόν «εξωθεσμικών παρεμβάσεων στο έργο των δικαστών» και την «ύπαρξη παραδικαστικών κυκλωμάτων».

Οι ίδιοι, δικαστικά σεβάσμιοι μεταμορφώνονται σε σκληρούς επικριτές των δικαστικών αποφάσεων, όταν δεν τους συμφέρουν (ενώ είναι σοφές και ιερές αν τους ευνοεί το αποτέλεσμα). Η Ελληνική Δικαιοσύνη βράζει στο ίδιο καζάνι με όλες τις υπόλοιπες λειτουργίες του Δημοσίου. Δεν μπορεί να έχεις εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη αλλά όχι στο ΙΚΑ, στην Εφορία ή στην Πολεοδομία. Προφανώς και υπάρχουν άξιοι και αδέκαστοι Ελληνες δικαστές, αλλά το ίδιο συμβαίνει και στους γιατρούς του ΕΣΥ ή στους εφοριακούς του ΣΔΟΕ.

(Μία διασκεδαστική παρένθεση: Δύσκολα καταδικάζονται οι Έλληνες)

Υπάρχουν και κάποια εθνικά μας χαρακτηριστικά (δεν λέω μειονεκτήματα, γιατί όπως θα φανεί παρακάτω λειτουργούν και σαν πλεονεκτήματα) που δυσκολεύουν την απονομή δικαιοσύνης.

Ο Ντάσιελ Χάμετ (που θεωρείται ο συγγραφέας που γέννησε την αμερικανική αστυνομική λογοτεχνία) έπαιρνε ιδέες για τα μυθιστορήματά του παρακολουθώντας δίκες στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα. Εκεί παρατήρησε ότι οι Έλληνες μετανάστες, παρότι δεν έκαναν λιγότερα εγκλήματα σε σχέση με άλλες εθνικότητες, είχαν μικρότερο ποσοστό καταδικαστικών αποφάσεων.

Έγραφε: «Απ' όλες τις εθνικότητες που οδηγούνται στα δικαστήρια, αυτοί που είναι πιο δύσκολο να καταφέρεις να καταδικαστούν είναι οι Έλληνες. Ο Έλληνας αρνιέται αδίστακτα τα πάντα, ανεξάρτητα απ' το πόσο ακλόνητες είναι οι αποδείξεις. Και τίποτα δεν εντυπωσιάζει περισσότερο τους ενόρκους από μια ξερή δήλωση ότι κάτι είναι έτσι, άσχετα απ' την απιθανότητα της δήλωσης ή τον φανερό παραλογισμό της μπροστά στις συντριπτικές αποδείξεις για το αντίθετο» («Από τις αναμνήσεις ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ» σε μετάφραση Ν. Σαραντάκου, που περιέχεται στο «Γεράκι της Μάλτας»). Ακόμα και σήμερα, οι απόγονοι των Ελλήνων που το καράβι τούς αποβίβασε στο Ellis Island φωνάζουν δυνατά για το δίκιο ή την αθωότητά τους, ακόμα και όταν έχουν παραβεί κάθε νόμο ή κανόνα.

Προσπαθούν να δημιουργήσουν τις ίδιες αμφιβολίες που γλίτωναν τους Ελληνες μετανάστες από τους Αμερικανούς δικαστές. Οι τηλεοπτικές κάμερες και -εσχάτως- οι δυνατότητες προβολής των κοινωνικών δικτύων διευκολύνουν και ενισχύουν μέχρι και υστερικές συμπεριφορές.

Πίσω από αυτή τη στάση βρίσκεται η απέχθεια μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας στη λειτουργία κανόνων. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο, που είναι -εν μέρει- παιχνίδι, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε κανόνες που δεν θα ωφελούν όσους τα θέλουν όλα δικά τους, γιατί πιστεύουν ότι είναι επενδυτές ενώ κάνουν αλητείες μαζί με κοινούς κακοποιούς. Και προστίθενται στους διαθέτοντες κυβερνητική εξουσία, στην προσπάθεια επηρεασμού των δικαστών.

Τα βαθύτερα προβλήματα και το αντίδοτο

Για να εντοπίσουμε τα πραγματικά προβλήματα που μας έχουν οδηγήσει στη σημερινή μίζερη κατάσταση, πρέπει να αγνοήσουμε τη φασαρία που κάνουν οι Ελληνες (πολικοί, δημοσιογράφοι, ή απλοί πολίτες στις κάμερες). Τα βαθύτερα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα της χώρας δεν είναι οικονομικά. Αυτά έπονται των θεσμικών μας αδυναμιών και παραμορφώσεων.

Το ίδιο συμβαίνει και στο εγχώριο σύστημα δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία είναι γεμάτη πληγές και ακρωτηριασμούς. Μόνο το αντίδοτο της συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνεπαγόμενη υποχρεωτική υπαγωγή των θεσμών και των πράξεων του ελληνικού κράτους στην κρίση ενός ευρωπαϊκού πλαισίου δημιουργεί ισχυρά αντισώματα προστασίας από αυταρχικές τριτοκοσμικές διολισθήσεις με τις οποίες φλερτάρουν τόσοι και τόσοι εγχώριοι αξιωματούχοι. Αυτό το όφελος είναι πιο σημαντικό από όλα τα δισεκατομμύρια των επιδοτήσεων πού έχουμε λάβει από την ΕΕ.

Οι αμαρτίες της δικαιοσύνης παιδεύουν την οικονομία

Η σημερινή ποιότητα της ελληνικής δικαιοσύνης και ιδιαίτερα η καθυστέρηση στην απονομή της (αν κάποιος διεκδικήσει κάτι από το Δημόσιο σήμερα λαμβάνει δικάσιμο μέχρι και το 2031!) λειτουργούν ανασταλτικά στην οικονομία επιδεινώνοντας την κρίση. Αυτή η επιβάρυνση επηρεάζει τις επενδύσεις περισσότερο και από τη φορολογική αβεβαιότητα.

Αν αντί για φορολογικά κίνητρα η χώρα έλυνε το πολιτικό πρόβλημα της νομοδιάρροιας και της κακονομίας, επισπεύδοντας ταυτόχρονα τις δικαστικές αποφάσεις (ο μέσος χρόνος απονομής δικαιοσύνης έχει ανέβει το 2015 στις 1.580 ημέρες), θα μπορούσαμε να ελπίζουμε σε αύξηση των επενδύσεων. Για την ακρίβεια, θα είχαμε αφαιρέσει ένα εμπόδιο από τα πολλά που βάζουμε στους δυνητικούς επενδυτές που σήμερα μας αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι.

Ας το πάρουμε απόφαση. Αν δεν βελτιώσουμε τους θεσμούς μας σε ένα ανεκτό ευρωπαϊκό επίπεδο, η έξοδος από το τούνελ θα είναι ερμητικά κλειστή.

 

* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v