Η Κύπρος προχώρησε πρόσφατα στην έκδοση επταετούς ομολόγου ύψους ενός δισ. ευρώ (αντιστοιχεί γύρω στο 5% του ΑΕΠ) με επιτόκιο 3,8%.
Η κίνηση αυτή της κυπριακής κυβέρνησης έγινε δεκτή με θετικά σχόλια, κυρίως για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, ήταν η πρώτη δανειακή έκδοση, μετά την έξοδο της χώρας από το καθεστώς του μνημονίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι διεθνείς αγορές εμπιστεύονται την οικονομία της και τις προοπτικές της.
Δεύτερον, μέσα από την έκδοση όχι μόνο εξασφαλίστηκε η χρηματοδότηση της χώρας τουλάχιστον για τους επόμενους εννέα μήνες, αλλά επιπλέον μέσα από τα χρήματα που αντλήθηκαν θα αποπληρωθούν παλαιότερες υποχρεώσεις υψηλότερου επιτοκίου (μείωση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους).
Τρίτον, το επιτόκιο του 3,8% μπορεί μεν να είναι το υψηλότερο της Ευρωζώνης (με εξαίρεση την Ελλάδα που βρίσκεται εκτός αγορών) ωστόσο πρόκειται για το ιστορικά χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης της Κύπρου, τουλάχιστον από τότε που η χώρα υιοθέτησε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα (η αντίστοιχη περυσινή έκδοση έγινε στο 4%).
Και τέταρτον, η επιτυχής αυτή έκδοση έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά ευνοϊκών εξελίξεων για την οικονομία, όπως η καταγραφή θετικού ρυθμού ανάπτυξης, το φετινό ρεκόρ τουριστικών αφίξεων, η σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας, η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία και η λήψη κυβερνητικών μέτρων για σημαντικές μειώσεις φόρων τόσο στα ακίνητα, όσο και στους μισθούς.
Ορισμένοι ωστόσο στην Κύπρο δεν κρύβουν τον σκεπτικισμό τους για τις τρέχουσες εξελίξεις.
Λένε για παράδειγμα, πως αν η Κύπρος παρέτεινε την μνημονιακή της περίοδο, τότε θα μπορούσε να συνεχίσει να αντλεί νέα κεφάλαια (έως 2,5 δισ. ευρώ) με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο πράγμα που θα εξοικονομούσε πολύ σημαντικά ποσά τόκων (η χώρα άντλησε από τον μηχανισμό στήριξης 7,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο γύρω στο 1% και επέλεξε να μην δανειστεί τα υπόλοιπα 2,5 δισ. ευρώ του προγράμματος).
Λένε επίσης, ότι μια ενδεχόμενη παράταση του μνημονιακού καθεστώτος θα πίεζε την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα για την περαιτέρω προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών, η ταχύτητα των οποίων φαίνεται να έχει κοπάσει κατά τους τελευταίους μήνες.
Και τέλος, φοβούνται πως μέσα από τη νέα Βουλή που προέκυψε τον περασμένο Μάιο (χρειάζονται πλέον τρία τουλάχιστον κόμματα για να «περάσει» ένας νόμος, καθώς η κυβέρνηση του προέδρου Αναστασιάδη δεν διαθέτει τη δεδηλωμένη) έχει δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που -σε ένα «εξωμνημονιακό καθεστώς»- ενδέχεται να επαναφέρει τις... παλιές κακές συνήθειες του μικροπολιτικού κόστους.
Ανεξάρτητα πάντως από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην Κύπρο, τα τελευταία νέα από το Νησί της Αφροδίτης, μπορούν να βάλλουν τους Έλληνες σε διάφορες σκέψεις:
Τι θα γινόταν για παράδειγμα, αν η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου συνέχιζε τη θητεία της το 2015 και η χώρα έβγαινε τότε από το μνημόνιο με μόνο όπλο την «προληπτική γραμμή στήριξης»; (η Ελλάδα είχε και τότε πολύ χειρότερους δείκτες από τους αντίστοιχους κυπριακούς).
Μήπως ενδεχομένως θα ήταν καλύτερα τότε μια παράταση του μνημονίου για ένα ή δύο ακόμη χρόνια, σε σχέση με τη «προληπτική γραμμή στήριξης» και πόσο μάλλον σε σύγκριση με την «πολιτική Βαρουφάκη» που ακολούθησε;
Τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν θα τις μάθουμε ποτέ.
Μήπως τέλος, η άποψη (που φαίνεται να υιοθετείται από όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα) για όσο το δυνατόν ταχύτερη έξοδο από το μνημόνιο δεν είναι η καλύτερη δυνατή, αν ενδιάμεσα δεν έχουμε προχωρήσει στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και δεν έχουμε νοικοκυρέψει τα δημοσιονομικά μας;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.