Θα ήθελα προκαταβολικά να δηλώσω πως στο παρόν άρθρο μου, όπως σε όλα άλλωστε, αναφέρομαι υπό την ιδιότητα του επιχειρηματία και ενός Έλληνα πολίτη (γνώστη των οικονομικών υποθέσεων) που θέλει η χώρα του να πάει μπροστά.
Ξεκινάω λοιπόν.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αρκετά προγράμματα επαναπατρισμού κεφαλαίων τέθηκαν σε εφαρμογή, χωρίς κανένα από αυτά να αποδειχτεί στην πράξη αποτελεσματικό και επιτυχημένο.
Τα αίτια της αποτυχίας -ανάλογα με την περίπτωση- ήταν πολλά, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται:
• Οι πολίτες που έβγαλαν τα κεφάλαιά τους έξω δεν πείστηκαν πως οι κυβερνήσεις είχαν την ικανότητα ή ακόμη και την πολιτική βούληση να τους «στριμώξουν».
• Η αποφυγή ελκυστικών όρων από την πλευρά των κυβερνήσεων, υπό τον φόβο ότι θα κατηγορηθούν πως «κλείνουν το μάτι στους πλούσιους και τους φοροφυγάδες».
• Πέραν των προηγούμενων, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια προστέθηκε και ένας ακόμη: Ο κίνδυνος της χώρας!
Πώς δηλαδή να πειστεί να επαναπατρίσει κάποιος τα κεφάλαιά του το 2012, ή το 2015, όταν μαζικά οι συμπολίτες του έσπευδαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις ελληνικές τράπεζες, φυγαδεύοντάς τες είτε στο εξωτερικό, είτε στα... στρώματα των σπιτιών τους; Πώς να πειστούν σήμερα να το πράξουν, όταν ο κίνδυνος της χώρας (αν και μειωμένος μετά την πρόσφατη θετική αξιολόγηση) παραμένει υπαρκτός;
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η χώρα έχει ανάγκη τη δήλωση και τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων, τόσο για λόγους ενίσχυσης της ρευστότητας στην οικονομία, όσο και για φορολογικούς λόγους.
Επισημαίνω επίσης ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν -και δεν θα έχουν στο μέλλον- το παραμικρό περιθώριο να μην κυνηγήσουν τη φοροδιαφυγή με οποιονδήποτε τρόπο μπορούν (θυμίζω πως -μεταξύ άλλων- επικρέμεται ο κίνδυνος του «κόφτη», που δεν θα είναι πολιτικά διαχειρίσιμος ούτε από την παρούσα, ούτε και από οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση).
Πιστεύω λοιπόν πως η παρούσα κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει στα παρακάτω:
* Πρώτον, να δεχτεί τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων με ένα συντελεστή φορολόγησης που θα κυμαίνεται μεταξύ του 10%-15%. Ποσοστά φορολόγησης πάνω από 15% δεν θα έχουν επιτυχία.
* Δεύτερον, λόγω της υπάρχουσας κατάστασης των κεφαλαιακών ελέγχων, δεν θα πρέπει να απαιτήσει την επιστροφή των κεφαλαίων στη χώρα, αλλά να επιτρέψει το (μετά την αφαίρεση του φόρου) ποσό να κατατεθεί σε τράπεζα χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ικανοποιήσει ως ενδιάμεση λύση και τους δανειστές.
* Τρίτον, να εντείνει και να επιταχύνει τις προσπάθειες και διαδικασίες (και στο σημείο αυτό πρέπει να στηριχτεί και από σύσσωμη την αντιπολίτευση) για τον ουσιαστικό έλεγχο όλων των λιστών και όλων των «ύποπτων» περιπτώσεων εξαγωγής συναλλάγματος.
Και ενώ πληροφορούμαι ότι κυβερνητικοί παράγοντες εξετάζουν με θετική προδιάθεση μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, απογοητεύομαι από «διαρροές» που κυκλοφορούν και θέλουν την «τρόικα» (τους «θεσμούς», αν θέλετε) να βάζουν τέτοιους όρους στον επαναπατρισμό κεφαλαίων, έτσι ώστε να καταδικάζουν σε πλήρη αποτυχία την τύχη του εγχειρήματος, πριν καν αυτό ξεκινήσει.
Πιστεύω λοιπόν πως για την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί η χώρα δεν ευθύνονται μόνο οι κυβερνήσεις της αλλά οι ίδιοι οι «δανειστές», μέσα από μια σειρά παράλογων αντιρρήσεων που θέτουν.
Και πιστεύω επίσης ότι οι «ειδικοί» των «θεσμών» θα πρέπει να αντιληφθούν πως το πλαίσιο για τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων θα πρέπει να ξεκινήσει γρήγορα, γιατί η ελληνική οικονομία δεν θα αντέξει για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα να ζει σε ένα περιβάλλον ύφεσης και αβεβαιότητας.
Ο χρόνος δουλεύει εναντίον μας...
* Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρόεδρος της NUNTIUS Χρηματιστηριακής.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.