Με τη δημοσίευση της εξέλιξης των μακροοικονομικών μεγεθών για το 2015, είμαστε σε θέση να προβούμε σε μια πρώτη αποτίμηση τους με τις αντίστοιχες εξελίξεις του 2014.
Η μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2014 ήταν +0,7%, ενώ το 2015 είχαμε αρνητική μεγέθυνση –0,2%. Η εξέλιξη αυτή έχει δημιουργήσει αντιπαραθέσεις μεταξύ της κυβέρνησης Σύριζα και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κυρίως της Νέας Δημοκρατίας.
Η αντιπαράθεση συνίσταται στο ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις των πολυμερών οργανισμών η μεγέθυνση του ΑΕΠ για το 2015 είχε προβλεφτεί περίπου στο 2,5%. Όμως η πολιτική αλλαγή τον Ιανουάριο του 2015 και η μακροχρόνια διαπραγμάτευση που επακολούθησε ανέκοψε αυτή την εξέλιξη.
Πράγματι έτσι έχουν τα γεγονότα. Η κυβέρνηση Σύριζα δεν απαντά σε αυτό το σημείο αλλά αλλάζει «γήπεδο» μιλώντας για καλύτερες αποδόσεις, ως προς τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις των ίδιων οργανισμών οι οποίες κινούνταν σε ύφεση λίγο μεγαλύτερη από το -2,0%.
Η αντικειμενική προσέγγιση των γεγονότων, δεδομένης της ύπαρξης νέων δημοσιονομικών μέτρων το 2015 (σίγουρα πάνω από το 1 δισ. που προέβλεπε το email Χαρδούβελη που δεν είχε γίνει αποδεκτό από τους δανειστές ακριβώς γιατί ζητούσαν παραπάνω μέτρα) αλλά και της επιφύλαξης που πρέπει να έχουμε για την ακρίβεια των προβλέψεων, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι πράγματι η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα εξακολουθούσε να είχε θετικό πρόσημο, χωρίς να μπορούμε να πούμε το ακριβές μέγεθός του.
Επομένως δύο συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν: πρώτον, η ΝΔ δεν μπορεί να αναφέρεται μόνο στις προβλέψεις αλλά πρέπει να λάβει υπόψη της όσα παραπάνω υποστήριξα και να χαμηλώσει το μέγεθος της μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε συμβατά με την πραγματικότητα στοιχεία. Δεύτερον, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης Σύριζα, προκάλεσε τουλάχιστον μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Η σημασία του ΑΕΠ
Στο σημείο αυτό σημειώνω, ότι το μέγεθος του ΑΕΠ, αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των μετρήσεων των υπολοίπων μεγεθών και ως εκ τούτου είναι το κρισιμότερο μέγεθος. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι δημοσιονομικές δυσκολίες μας καθημερινά, και όχι μόνο αυτές, οφείλονται κυρίως στη μείωση του εθνικού εισοδήματος. Συνεπώς το βασικό πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής συνίσταται να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ (υπό τους περιορισμούς της οικονομίας γενικά και της σημερινής συγκυρίας ).
Επειδή δεν κάνουμε οικονομική πολιτική για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ αλλά και συγχρόνως για την αύξηση της απασχόλησης σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης χρειαζόμαστε μια «θεωρία» που να μας εξηγεί πως προσδιορίζονται το ΑΕΠ και η απασχόληση ως σύνολο.
Τώρα σχετικά με τα μεγέθη που προσδιορίζουν το ΑΕΠ έχουμε τις ακόλουθες εξελίξεις:
Η εγχώρια ζήτηση συνέβαλε το 2014 θετικά στον προσδιορισμό του ΑΕΠ (0,9%) ενώ το 2015 αρνητικά (-1,4%).
Η εξωτερική ζήτηση συνέβαλε το 2014 αρνητικά (-0,3%), ενώ το 2015 θετικά (+1,3%). Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσω, ότι είναι άλλο η συμβολή των μεγεθών στον προσδιορισμό του ΑΕΠ (πρόκειται για τους ρυθμούς μεταβολής σε σχέση με τον προηγούμενο έτος , δηλαδή πχ. για το έτος 2014 λαμβάνουμε το ρυθμό μεταβολής 2013/2014, ενώ για το έτος 2015 λαμβάνουμε το ρυθμό μεταβολής 2014/2015 κτλ) και άλλο η μεταβολή των μεγεθών σε σχέση με το προηγούμενο έτος .
Για να γίνει αντιληπτό, στους μη ειδικούς, ας πάρουμε ως παράδειγμα την εξέλιξη του εξωτερικού εμπορίου. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν το 2015 κατά -3,8% σε σχέση με το 2014. Επίσης οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν, το 2015, κατά 6,9% σε σχέση με το 2014. Όμως η συνολική συνεισφορά του εξωτερικού τομέα ήταν θετικά, κατά 1,3% το 2015.
Η μείωση της ελλειμματικότητας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (2015: - 0,1% , 2014: - 2,1%) πραγματοποιήθηκε σε καθεστώς συρρίκνωσης του ΑΕΠ. Γεγονός που υποδηλώνει την ευθραυστότητα της κατάστασης. Μάλιστα συνέβη και σε καθεστώς ύπαρξης capital controls γεγονός που επέδρασε θετικά στη μείωση των εισαγωγών.
Αυτό φαίνεται και από τη δραστική αρνητική μεταβολή των αποθεμάτων των επιχειρήσεων (2015: - 3,213 δισ. ευρώ, έναντι 2014: + 1,902 δισ. ευρώ). Η συνεχιζόμενη ύπαρξη των capital controls θα δυσκολεύσει περαιτέρω τις εισαγωγές, ειδικά πρώτων υλών, ημικατεργασμένων, αναλώσιμων που είναι απαραίτητα στην παραγωγή των προϊόντων πέρα από την άμεση κατανάλωση. Η αύξηση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί με ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτός είναι ο κανόνας και όχι αυτό το οποίο επιδιώκεται ματαίως φυσικά. Η δυσκολία είναι μεγάλη και χρειάζεται συνεχώς να υπάρχει το κατάλληλο μίγμα της οικονομικής πολιτικής προκειμένου να υπάρξει επιτυχία.
Από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης: η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 0,3% το 2015, έναντι αύξησης 0,5% το 2014, δηλαδή έχουμε επιβράδυνση της αύξησης, η δημόσια κατανάλωση παρουσίασε αύξηση το 2015 (0,0%) σε σχέση με το 2014 (-2,5%) και ο σχηματισμός ακαθαρίστου παγίου κεφαλαίου επίσης αύξηση (2015 : +0,7% , 2014: -2,8%).
Οι λιανικές πωλήσεις συνέβαλαν στην επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ιδιαίτερα στο δεύτερο εξάμηνο του 2015. Η επιβολή των capital controls σίγουρα έχει παίξει σημαντικό ρόλο εκτός των υπολοίπων (μείωση διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της αύξησης της παρακράτησης των ασφαλιστικών εισφορών για υγειονομική περίθαλψη από 4,0% σε 6,0% από Ιούλιο 2015[1]).
Η ανάκαμψη του σχηματισμού ακαθαρίστου παγίου κεφαλαίου το 2015 (+0,7% έναντι -2,8% το 2014), αποδίδεται στην αύξηση των επενδύσεων σε μηχανολογικό (+5,9%) και μεταφορικό εξοπλισμό (+23,8%), όπου όμως περιλαμβάνονται και οι επενδύσεις σε οπλικά συστήματα. Η αύξηση του μεταφορικού εξοπλισμού οφείλεται στο ότι οι τουριστικές κυρίως επιχειρήσεις αντικατάστησαν το στόλο των μεταφορικών μέσων τους.
Αντιθέτως συνεχίζεται η μείωση του σχηματισμού ακαθαρίστου παγίου κεφαλαίου στις κατοικίες ( μεταβολή 2015/2014:-23,1% , 2014/2013: -52,5%) ενώ στις κατασκευές έχουμε εκ νέου μείωση ( μεταβολή 2015/2014 :-7,5%, 2014/2013: +3,1%).
Ο αντιπληθωρισμός συνεχίζει να ταλανίζει την οικονομία για τρίτο έτος. Αν και ο ρυθμός μείωσης των τιμών περιορίστηκε κατά το Β’ 6μηνο του 2015, αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση των φόρων, ιδίως του ΦΠΑ.
Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και το 2015 βαίνει περαιτέρω μειούμενη (-4,5%), βοηθούντων της μείωσης των τιμών παραγωγής, αλλά και στο διαφορικό πληθωρισμό της Ελλάδος με τις υπόλοιπες χώρες της ένωσης.
Περαιτέρω άνοδο σημείωσε ο δείκτης μισθών στο σύνολο της οικονομίας το Δ’ 3μηνο του 2015 (+1,1% σε σταθερές τιμές). Ο δείκτης κινείται ανοδικά από το Γ’ 3μηνο του 2014, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε το Δ΄3μηνο του 2014 (+4,1%). Συνολικά κατά το 2015 οι μισθοί σε σταθερές τιμές σημείωσαν άνοδο +1,3%, ενώ σε τρέχουσες τιμές η μεταβολή είναι αρνητική (-0,5%).
H πορεία της ανεργίας
Στο 24,5% διαμορφώθηκε το ποσοστό ανεργίας το Δεκέμβριο του 2015, ενώ το μέσο ποσοστό ανεργίας το ίδιο έτος ανήλθε στο 24,9% μειωμένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2014 26,5%. Αντίθετα, το ποσοστό ανεργίας των νέων αυξήθηκε στο 51,9% (από 50,5% πέρυσι). Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε στους 1.169 χιλ. τον Ιανουάριο του 2016. Ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος 3,6 χιλ. σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα αλλά μικρότερος κατά -63 χιλ. σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα το 2015.
Σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2009 παρουσιάζουν οι ελαστικές μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής), με αντίστοιχη μείωση του μεριδίου της πλήρους απασχόλησης στις νέες προσλήψεις. Το διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2016 το μερίδιο πλήρους απασχόλησης διαμορφώθηκε στο 45% (από 79% το 2009). Από τον Ιούλιο του 2014 έως και τον Μάρτιο του 2015 ο ρυθμός αύξησης των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ αποδυναμώνεται, ενώ από τον Απρίλιο του 2015 ενισχύεται εκ νέου και τον Ιούλιο διαμορφώθηκε στο +5%.
Ο ρυθμός μείωσης των αποδοχών επίσης επιβραδύνεται από την άνοιξη του 2014. Περαιτέρω άνοδο σημείωσε ο δείκτης μισθών στο σύνολο της οικονομίας το Δ’ 3μηνο του 2015 (+1,1% σε σταθερές τιμές). Ο δείκτης κινείται ανοδικά από το Γ’ 3μηνο του 2014, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε το Δ΄3μηνο του 2014 (+4,1%).
Συνολικά κατά το 2015 οι μισθοί σε σταθερές τιμές σημείωσαν άνοδο +1,3%, ενώ σε τρέχουσες τιμές η μεταβολή είναι αρνητική (-0,5%).
Η εξήγηση δίνεται παρακάτω:
Σύμφωνα με την έκθεση «Taxing Wages 2016» του ΟΟΣΑ, η μέση φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν το 2015 στο 39,3%, έναντι μέσου όρου 35,9% στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, κατά την έκθεση η μέση επιβάρυνση των μισθών στην Ελλάδα από τον φόρο εισοδήματος και τις εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση (εργαζομένων και εργοδοτών) μειώθηκε το 2015 κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Από την έκθεση «Taxing Wages 2016» προκύπτει ότι η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη μείωση του φορολογικού βάρους των μισθών, ακολουθούμενη από την Ισπανία και την Εσθονία, με μείωση 1,2 και 1 ποσοστιαίων μονάδων, αντίστοιχα. Από τις 34 χώρες του ΟΟΣΑ, το φορολογικό βάρος αυξήθηκε στις 24, μειώθηκε στις 8 και έμεινε αμετάβλητο στην Ουγγαρία και τη Χιλή.
Ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα, προ πληρωμής φόρου εισοδήματος και εισφορών στην ασφάλιση, αυξήθηκε το 2015 κατά 0,2%, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, καθώς η μείωση του ονομαστικού μισθού κατά 0,8% αντισταθμίστηκε από τη μείωση του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 0,9%.
Ο μέσος ονομαστικός μισθός διαμορφώθηκε στις 20.296 ευρώ από 20.450 ευρώ το 2014.
Η επιβάρυνση για έναν Έλληνα μισθωτό, άγαμο χωρίς παιδιά και με το μέσο μισθό, διαμορφώθηκε στο 39,3% του συνολικού κόστους εργασίας, κυρίως λόγω των εργοδοτικών εισφορών (19,7%) και των εισφορών των εργαζομένων (12,4%), ενώ μικρότερη είναι η επιβάρυνση από τον φόρο εισοδήματος (7,1%).
Η επιβάρυνση μειώθηκε κατά 1,27 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2014, λόγω της υποχώρησης των εργοδοτικών εισφορών (-0,92 ποσοστιαίας μονάδας), των εισφορών των εργαζομένων (-0,25) και του φόρου εισοδήματος (-0,09).
Οι πληρωμές για φόρο εισοδήματος και εισφορά στην κοινωνική ασφάλιση αντιστοιχούσαν πέρυσι στο 24,3% των ακαθάριστων αποδοχών του άγαμου μισθωτού χωρίς παιδιά.
Τη μεγαλύτερη επιβάρυνση από τις χώρες του ΟΟΣΑ στην παραπάνω κατηγορία εργαζόμενων έχουν οι Βέλγοι μισθωτοί (55,3), ακολουθούμενοι από τους Αυστριακούς (49,5%) και τους Γερμανούς (49,4%). Στον αντίποδα, τη χαμηλότερη επιβάρυνση έχουν η Χιλή (μόλις 7%), η Νέα Ζηλανδία (17,6%) και το Μεξικό (19,7%).
Για οικογένεια με δύο παιδιά, με έναν εργαζόμενο και μέσο μισθό, η επιβάρυνση μειώθηκε κατά 1,29 ποσοστιαίες μονάδες στο 38,1% του συνολικού κόστους εργασίας για τον εργοδότη. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση σε αυτή την κατηγορία μισθωτών σημειώνεται στη Γαλλία (40,5%), το Βέλγιο (40,4%) και την Ιταλία (39,9%). Από την άλλη πλευρά, η επιβάρυνση στη Νέα Ζηλανδία είναι μόνο 4,9%, στη Χιλή 7% και στην Ιρλανδία 9,5%.
Όπως σημειώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ, σε ορισμένες χώρες το φορολογικό βάρος των οικογενειών είναι πολύ χαμηλότερο από το βάρος των άγαμων χωρίς παιδιά, όπως στο Λουξεμβούργο που η διαφορά υπερβαίνει το 20% του κόστους εργασίας και τη Γερμανία, Ιρλανδία, Τσεχία και Σλοβενία, όπου υπερβαίνει το 15%. Η διαφορά είναι μικρότερη από 3% του κόστους εργασίας στην Ελλάδα, το Ισραήλ, την Κορέα και την Τουρκία, ενώ η επιβάρυνση είναι ίδια στη Χιλή και το Μεξικό.
Η χρηματοδότηση της οικονομίας συνέχισε να μειώνεται
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ |
| Ιαν-15 | Δεκ-15 |
Σύνολο χρηματοδοτήσεων | 213735 | 203927 |
Επιχειρήσεων | 101733 | 96364 |
Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων | 96778 | 89141 |
Ιδιώτες | 96079 | 94161 |
Στεγαστικά | 69614 | 67233 |
Καταναλωτικά | 26100 | 25468 |
(ποσά σε χιλ. ευρώ)
Εξακολουθεί να ισχύει η γενική απόφανση ότι η αύξηση της χρηματοδότησης θα επέλθει στο βαθμό που θα αρχίσει να σταθεροποιείται και να αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία. Ακόμη και αν η ελληνική οικονομία ενταχθεί στο πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και οι ελληνικές τράπεζες αποκτήσουν πρόσβαση σε περισσότερη ρευστότητα με χαμηλότερο κόστος οι επιδράσεις στην χρηματοδότηση το πιθανότερο θα είναι ελάχιστες έως ασήμαντες, αν η ζήτηση χρηματοδοτήσεων δεν ικανοποιεί τα υψηλά πιστοληπτικά κριτήρια που υπάρχουν (αφορά πρωτίστως το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική οικονομία).
Στην ουσία όμως, η παραπάνω θέση, ταυτίζεται με τη θέση ότι δεν υπάρχει ζήτηση στην ελληνική οικονομία.
Επομένως το βασικό ερώτημα είναι το πώς μπορεί να αυξηθεί η ζήτηση (άλλωστε αυτό είναι στην παρούσα φάση και το πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας).
Λέγοντας ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η αύξηση της ζήτησης ουσιαστικά συζητούμε για αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι ισχύει ο γνωστός Νόμος του Say, δηλαδή, η προσφορά δημιουργεί τη ζήτηση, κάτι προφανώς φαίνεται να υποστηρίζεται από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής όπως αυτό εφαρμόζεται τα τελευταία έξι χρόνια.
Οι παρεμβάσεις μόνο στην πλευρά της προσφοράς (μεταρρυθμίσεις, περικοπές κτλ), δηλαδή ο καλλωπισμός της ελληνικής οικονομίας (διάβαζε ισορροπία σε όλα τα δημοσιονομικά ισοζύγια, με τρομακτικό κόστος στο ΑΠΕ και επομένως στην ανεργία) είναι αναγκαίος και ικανός να οδηγήσει στην αύξηση της ζήτησης. Αυτή θα επέλθει από τη καθαρή αύξηση του εξαγωγικού τομέα, και από την εισροή ξένων επενδύσεων (κυρίως μέσω των ιδιωτικοποιήσεων), λόγω της ουσιαστικής βελτίωσης στην πλευρά της προσφοράς της ελληνικής οικονομίας .
Χωρίς να προχωρήσουμε σε περαιτέρω θεωρητικές αναλύσεις, στην ελληνική πραγματικότητα τόσο οι εξαγωγές όσο και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν μπορούν να φέρουν το βάρος της μεγέθυνσης του εθνικού εισοδήματος και της μείωσης της ανεργίας, όχι μόνο εκ του αποτελέσματος (δείτε τα αποτελέσματα των εξαγωγών και των ΑΞΕ) αλλά και ενός απλού μαθηματικού υπολογισμού (σκεφτείτε απλά ποιο είναι το μέγιστο ετήσιο μέγεθος των ΑΞΕ που σύμφωνα με την παρούσα κατάσταση μπορεί να εισρεύσει στην ελληνική οικονομία, αλλά και πόσο μπορούν να αυξηθούν περαιτέρω οι εξαγωγές ).
Εν τω μεταξύ οι καταθέσεις συνεχίζουν να μειώνονται επίσης λόγω της συνεχούς αύξησης των υποχρεώσεων των νοικοκυριών και της μείωσης των εισοδημάτων.
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ |
| Ιαν-15 | Δεκ-15 |
Επιχειρήσεων και Νοικοκυριών | 148042 | 123377 |
Νοικοκυριά | 125465 | 102188 |
Επιχειρήσεις | 22577 | 21189 |
(ποσά σε εκατ. ευρώ)Η άποψη περί επιστροφής των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αποτελεί επίσης έναν ακόμη μύθο που κατασκευάζεται εντέχνως από συγκεκριμένους κύκλους. Μάλιστα η παρούσα κατάσταση απομακρύνει περαιτέρω οποιοδήποτε τέτοια περίπτωση.
Το 2015 πραγματοποιήθηκε μια ακόμη ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος η οποία εκτός των άλλων [2] επιβάρυνε το ελληνικό δημόσιο με 7,2 δισ. ευρώ. Παράλληλα συνεχίστηκε η αύξηση των μη αποτελεσματικών δανείων, τα οποία αγγίζουν το 50,0% του συνόλου των δανείων.
Η αξιολόγηση δεν έγινε στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα. Το γεγονός αυτό επιβάρυνε την ήδη δυσμενή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας πολλαπλώς. Συγκεκριμένα: πρώτον, στέρησε από την ελληνική οικονομία τα ποσά των 5,7 δισ. ευρώ των μηνών Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2015 τα οποία δεν κάλυπταν δημοσιονομικές ανάγκες αλλά υποχρεώσεις του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα. Δεύτερον, αύξησαν την αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία, ως αποτέλεσμα της αδράνειας όποιων αποφάσεων της κυβέρνησης. Τρίτον, δεν απέτρεψαν ουσιαστικά το ύψος των επιβαλλόμενων νέων μέτρων.
Δηλαδή η διαπραγμάτευση δεν είχε κανένα επί της ουσίας αποτέλεσμα, εκτός του ότι η κυβέρνηση επέλεξε ορισμένα μέτρα που κυρίως, αυτή, θεωρεί ότι βοηθούν την οικονομία, αλλά επί της ουσίας κυρίως απευθύνονται στην εκλογική της πελατεία (αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, και επιβολή φόρων). Το επιχείρημα για δήθεν ταξική μεροληπτικότητα των μέτρων μόνο γέλωτες μπορεί να προκαλέσει.
Τα φορολογικά έσοδα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ , παρατηρούνται τα ακόλουθα:
-Αύξηση των συνολικών εσόδων σε σχέση με το 2014 κατά: 2,8%. Η αύξηση προήλθε από τα υπόλοιπα έσοδα εκτός φορολογικών.
-Τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν σε σχέση με το 2014 κατά 0,7%.
Επίσης παρουσίασαν στέρηση όμως ως προς τους στόχους σύμφωνα με την απολογιστική έκθεση της ΓΓΔΕ [3] : «Οι αιτίες για την υστέρηση των φορολογικών εσόδων σε σχέση με την τεθείσα στοχοθεσία, εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στην τρέχουσα δυσμενή οικονομική συγκυρία που άπτεται της μείωσης του διαθεσίμου εισοδήματος και της κατανάλωσης (και στην ως εκ τούτου υστέρηση των εσόδων Φ.Π.Α.), της αναστολής επενδυτικών σχεδίων των επιχειρήσεων, του περιορισμού της παρεχόμενης ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα κ.λπ.
Όσο επικρατούν οι εν λόγω δυσμενείς οικονομικές συνθήκες θα επιδρούν αρνητικά στα φορολογικά έσοδα και για λόγους που είναι εξωγενείς ως προς τη λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, καθόσον οι συνθήκες αυτές οδηγούν και σε συρρίκνωση εσόδων από πηγές όπως είναι οι φόροι μεταβίβασης ακινήτων, οι φόροι δωρεών και γονικών παροχών, οι πωλήσεις παραβόλων, τα τέλη έκδοσης αδειών, οι φόροι συγκέντρωσης κεφαλαίων κ.λ.π».
Επίσης:
«Τα μειωμένα αυτά τελωνειακά έσοδα του 2015 συγκριτικά με το 2014 και σε σχέση με τον ετήσιο στόχο οφείλονται κατά κύριο λόγο στους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και στην πτώση των διεθνών τιμών αργού πετρελαίου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 14,5% στα έσοδα από τον Φ.Π.Α. πετρελαιοειδών, ενώ ταυτόχρονα τα έσοδα από τον Ε.Φ.Κ. πετρελαιοειδών εμφάνισαν αύξηση (κυρίως λόγω αύξησης των ποσοτήτων που τελωνίστηκαν στο diesel τρίτων χωρών)».
-Μικρή αύξηση των εσόδων από φόρους στην παραγωγή και στις εισαγωγές σε σχέση με το 2014, λόγω της αύξησης του ΦΠΑ και των συναφών φόρων.
-Μικρή μείωση των εσόδων από φόρους στο εισόδημα , λόγω της μείωσης του εισοδήματος.
-Μικρή αύξηση των κοινωνικών εισφορών, λόγω της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών.
-Από την μεριά των δαπανών έχουμε αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά 2,8% σε σχέση με το 2014.
-Το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο 0,7%, ως αποτέλεσμα του μεγαλύτερου ρυθμού αύξησης των συνολικών εσόδων από τον αντίστοιχο ρυθμό μεγέθυνσης των πρωτογενών δαπανών.
-Οι οφειλές του δημοσίου αυξήθηκαν από 3,076 δισ. ευρώ την 31.12.2014, σε 4,685 δισ. ευρώ την 31.12.2015.
Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο την 01/01/2016 διαμορφώθηκε σε 86,298 δισ. €, παρουσιάζοντας αύξηση έναντι του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της 01/01/15 (75,241 δισ €) κατά 14,7%.
Από τις συνολικές εισπράξεις του 2015, ποσό 1,641 δισ. € προέρχεται από εισπράξεις έναντι ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της 30/11/2014 («παλαιό» ληξιπρόθεσμο χρέος) και ποσό 2,261 δισ. € προέρχεται από εισπράξεις έναντι ληξιπρόθεσμων οφειλών της περιόδου 01/12/2014-30/11/2015 («νέο» ληξιπρόθεσμο χρέος).
Συμπέρασμα
Το 2015 η ελληνική οικονομία ουσιαστικά κινήθηκε σε φθίνοντες ρυθμούς και με τη δύναμη της αδρανείας που προερχόταν από τις εξελίξεις του 2014. Μακροοικονομική παρέμβασης δεν παρατηρήθηκε. Αντιθέτως η μόνη παρέμβαση ήταν η περαιτέρω άνοδος της φορολογικής απορρόφησης.
Τώρα ας δούμε ένα ζήτημα που διατηρείται στο δημόσιο διάλογο χωρίς να δίνεται η σωστή του διάσταση ή σωστότερα χωρίς να δίνεται η σφαιρική όψη του ζητήματος. Πρόκειται για τη σύγκριση (στατική και ceteris paribus) της συμφωνίας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα με την αντίστοιχη της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, για τα έτη 2015-2018.
Υποθέτουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις εφαρμόζεται επακριβώς η συμφωνία και επιτυγχάνονται επακριβώς τα προβλεπόμενα αποτελέσματα.
Στην περίπτωση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, θα είχαμε την υποχρέωση δημιουργίας σωρευτικών πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 31,38 δισ. ευρώ ενώ παράλληλα το ΑΕΠ θα μεγεθύνονταν σωρευτικά κατά 25,0 δισ. ευρώ. Δηλαδή κατά μέσο όρο ετήσια μεγέθυνση πρωτογενών πλεονασμάτων 4,05% και αντίστοιχη κατά μέσο όρο ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ 3,35%.
Στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, θα είχαμε την υποχρέωση δημιουργίας σωρευτικών πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 11,63 δισ. ευρώ ενώ παράλληλα το ΑΕΠ θα μεγεθύνονταν σωρευτικά κατά 8,2 δισ. ευρώ. Δηλαδή κατά μέσο όρο ετήσια μεγέθυνση πρωτογενών πλεονασμάτων 1,5% και αντίστοιχη κατά μέσο όρο ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ 1,2%.
Δηλαδή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αντάλλαξε μείωση 20,0 δισ. ευρώ πρωτογενές πλεόνασμα με σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 16,8 δισ ευρώ. [4]
Υπάρχει τρόπος να συγκρίνουμε τις δύο συμφωνίες; Δύσκολο. Παρότι, με τη συμφωνία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μειώθηκαν σημαντικά οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις, εντούτοις η μείωση του ΑΕΠ είναι εξίσου σημαντική. Θεωρώ, αν ήταν να επιλέξω, θα επέλεγα τη μεγέθυνση του ΑΕΠ , διότι όπως είπα παραπάνω αυτό είναι το κρίσιμο και βασικό μέγεθος που καθορίζει όλες τις υπόλοιπες μεταβλητές καθώς και όλες τις εξηγήσεις.
Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω, για ακόμη μια φορά, το ατελέσφορο και των δύο συμφωνιών προκειμένου να εξέλθει η ελληνική οικονομία από την κρίση. Όμως αυτό έχει ήδη συζητηθεί και αποκαλυφθεί.
[1]Σύμφωνα , με τις διατάξεις της παρ. 31 του άρθρου 1 του Ν.4334/2015 (Φ.Ε.Κ.80/τ.Α΄/16-7-2015) «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με το Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ)», από 1/7/2015, αυξάνεται το ποσοστό εισφοράς για υγειονομική περίθαλψη που παρακρατείται από τις κύριες συντάξεις όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών, του Δημοσίου και του Ν.Α.Τ., από 4% σε 6%.
[2] Κώστας Μελάς, Μπροστά στη νέα ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. http://www.kostasmelas.gr/2015/10/blog-post_5.html
[3] Απολογιστική Έκθεση Γ.Γ.Δ.Ε. για το 2015, Φεβρουάριος 2016
[4] Πρόκειται για απλούς αλγεβρικούς υπολογισμούς και όχι για θέματα που συζητούνται υπό την οικονομική λογική.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.