Η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης στις 4 συστημικές τράπεζες αφήνει σίγουρα πολύ πικρή γεύση σε όσους συμμετείχαν στις προηγούμενες αυξήσεις κεφαλαίου, διότι είδαν την επένδυσή τους να εξανεμίζεται. Αυτή είναι μια οπτική που δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε. Το γεγονός όμως ότι βρέθηκαν χρήματα, έστω και σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, ώστε να μη χρειαστεί καθόλου νέα ενίσχυση από το ΤΧΣ σε δύο από τις τέσσερις τράπεζες, αποτελεί επιτυχία, όπως και το ότι οι άλλες δύο κατάφεραν να καλύψουν το «βασικό σενάριο». Αρκεί να σκεφτεί κάποιος ποια θα ήταν η εναλλακτική, αν δεν συνέβαινε αυτό.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα περνούσαν εξ ολοκλήρου στα χέρια του ΤΧΣ και στο σύνολό του ο τραπεζικός τομέας θα γινόταν κρατικός, ενώ θα δινόταν ισχυρό σήμα στο εξωτερικό ότι δεν υπάρχει καμία προθυμία για επενδύσεις στην Ελλάδα, σε οιαδήποτε τιμή, αλλά και ότι η επιστροφή στην «κανονικότητα», σε έναν ιδιωτικό τραπεζικό τομέα που χρηματοδοτεί την οικονομία και διοικείται με ακραιφνώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αποτελεί ζήτημα του… απώτερου μέλλοντος.
Ταυτόχρονα όσοι επένδυσαν μεγάλα ποσά στις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις θα στερούντο τη δυνατότητα ανάκτησης ζημιών και της πιθανότητας να γράψουν, ίσως, και κάποια κέρδη στο μέλλον, μέσω της συμμετοχής τους στη νέα ανακεφαλαιοποίηση, κάτι που πιθανότατα θα ενέτεινε το κλίμα αποστροφής μεταξύ των ξένων επενδυτών.
Όσοι υποστηρίζουν ότι με αυτά τα δεδομένα τιμολόγησης θα έπρεπε να αρνηθεί το κράτος τη συμμετοχή των ιδιωτών και να βάλει εκείνο όλα τα λεφτά, λησμονούν επίσης ότι δεν είναι αυτή η λογική με την οποία έχει στηθεί ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης των τραπεζών κι ότι κρατικές ενισχύσεις (και με τη μορφή της ανακεφαλαιοποίησης) μπορεί να δίδονται μόνον όταν δεν επαρκούν τα χρήματα που προτίθεται να βάλει ο ιδιωτικός τομέας (αφού προηγουμένως την έχουν πληρώσει μέτοχοι, ομολογιούχοι, συντόμως και καταθέτες), ενώ σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή στην ιδιοκτησία του ιδιωτικού τομέα πρέπει να γίνεται το ταχύτερο δυνατόν.
Στη δική μας περίπτωση, δεν θα πρέπει επιπλέον να ξεχνάμε ότι σε αυτή τη φάση τα λεφτά τα βάζει κάποιος τρίτος, ο ESM, που δανείζει στη χώρα μας, κι όχι το ελληνικό κράτος, ασχέτως αν εν τέλει θα πρέπει το δεύτερο- δηλαδή ΕΜΕΙΣ- να τα αποπληρώσει. Κι αυτός που βάζει τα λεφτά, καλώς ή κακώς, έχει και τον πρώτο λόγο!
Τέλος, υπάρχει και το θέμα τού αν οι τράπεζες πουλήθηκαν «φτηνά» ή όχι, όπως κάποιοι διατείνονται. Ακολουθώντας πιστά την αρχή ότι η αγορά είναι η ΜΟΝΗ αρμόδια να κρίνει και με δεδομένο ότι υπήρξαν διεθνή βιβλία για τη συμμετοχή επενδυτών από όλο τον κόσμο, το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα.
Αυτή ήταν η «σωστή» αποτίμηση στη συγκεκριμένη συγκυρία, απλά και μόνο διότι ενδιαφέρον σε υψηλότερα επίπεδα ΔΕΝ εκδηλώθηκε.
Μία από τις πιο σοβαρές αιτίες που συνέβη αυτό αφορά στη γνωστή ρήση «όποιος καεί στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι», ρήση που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση των αγορών, όπου το γιαούρτι δεν το φυσάει μόνος αυτός που κάηκε στην προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση, αλλά και εκείνοι που απλώς… έβλεπαν το πάθημά του.
Ολα τα άλλα, περί «ενεργητικού 340 δισ.» που ξεπουλήθηκε στους επενδυτές, διόλου δεν θυμίζει απόψεις οπαδών της ελεύθερης αγοράς, παρότι, όλως περιέργως, ακούγεται από ορισμένους που θέλουν να λένε ότι την υπηρετούν.
Το ερώτημα λοιπόν που απομένει είναι αν τελικά η προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση είχε υπολογιστεί σωστά ή όχι. Η εύκολη απάντηση είναι ότι ΘΑ ήταν αρκετή, αν δεν είχε μεσολαβήσει το διάστημα της διαπραγμάτευσης και τα capital controls κι αν είχαν επαληθευθεί οι τότε ευοίωνες προβλέψεις για τα οικονομικά δεδομένα (και τα business plans των τραπεζών) στα επόμενα χρόνια.
Είναι βέβαιο ότι η οικονομική δυσπραγία του 2015 και η επιβολή των capital controls έπαιξαν ρόλο. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από τα πρόσφατα στοιχεία, η οικονομία δεν διολίσθησε με τους ρυθμούς που προδιέγραφαν οι ζοφερές προβλέψεις, σε βαθμό που να συζητάμε σήμερα για σχεδόν μηδενική ύφεση το 2015 και… 0,7% το 2016.
Κι αυτό δημιουργεί εύλογες απορίες για το αν είχαν τότε, στην πρώτη δηλαδή ανακεφαλαιοποίηση, υπολογιστεί επαρκώς, έστω και ελαφρώς δυσμενή σενάρια. Ή αν έγινε μια λειψή ανακεφαλαιοποίηση που στηρίχθηκε στην -παράλογη οικονομικά και τραπεζικά- προϋπόθεση ότι η οικονομία θα είναι… υποχρεωτικά σε φάση ανάκαμψης!
Δημιουργεί εν ολίγοις σοβαρές απορίες για το κατά πόσον είχαν υποτιμηθεί κατά πολύ τότε όχι μόνον τα «κόκκινα δάνεια», που είναι ΣΙΓΟΥΡΟ ότι υποτιμήθηκαν (αλλά κι ότι δεν αντιμετωπίστηκαν έκτοτε όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το πρόβλημα), όπως και οι δυνατότητες της οικονομίας να αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, ενόσω θα παράγει και σημαντικότατα πλεονάσματα.
Αλλά τέτοιου είδους σκέψεις, ως φαίνεται, αρκετοί δεν θέλουν να τις κάνουν. Προτιμούν τις ευκολίες περί σκανδάλων, εθνικής απώλειας και άλλων τινών, προς εντυπωσιασμό του εκάστοτε κοινού.
Κάποιοι μάλιστα από αυτούς, κινούμενοι στη γνωστή λογική «και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ», σπεύδουν από τη μία να μιλήσουν για απώλεια προστασίας των δανειοληπτών (χαϊδεύοντας τα αυτιά του κόσμου) κι από την άλλη, για τις χαμηλές αποτιμήσεις στις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις (χαϊδεύοντας τα αυτιά των παλαιών μετόχων), λησμονώντας -δήθεν- ότι τα δύο ζητήματα είναι αλληλένδετα και τα συμφέροντα των δύο πλευρών, σε μεγάλο βαθμό αντικρουόμενα.
Ο οικονομικός λαϊκισμός σε όλο του το μεγαλείο, από εκείνους που συστηματικά τον… καταγγέλλουν.
ΥΓ: Ελπίζω, αυτή τη φορά, τα «σενάρια» να υπολογίστηκαν με μεγαλύτερη δόση ρεαλισμού, μετά το φιάσκο της προηγούμενης ανακεφαλαιοποίησης, παρότι κάποιοι στο εξωτερικό αμφιβάλλουν. Θυμίζω επίσης τη σθεναρή άρνηση των δανειστών (επί εποχής συγκυβέρνησης Σαμαρά, το 2014) να κατευθυνθούν αλλού τα 10 δισ. που είχαν μπει στην "άκρη" για τέτοια χρήση. Κάτι να... ήξεραν εξ αρχής;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.