Συνέντευξη Goldman Sachs: H έξυπνη στρατηγική της Ελλάδας με το Ταμείο Ανάκαμψης

Ο Filippo Taddei, εκτελεστικός Διευθυντής της Goldman Sachs Global Investment Research, εξηγεί τις προοπτικές της οικονομίας και την ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης. Ποια είναι η εκτίμηση για επενδύσεις και ανάπτυξη. Πώς πιστεύει ότι θα κινηθεί η αγορά εμπορευμάτων.

Συνέντευξη Goldman Sachs: H έξυπνη στρατηγική της Ελλάδας με το Ταμείο Ανάκαμψης

Το Ταμείο Ανάκαμψης προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία για την Ελλάδα, που είναι πράγματι πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αναφέρει στη συνέντευξή του ο Filippo Taddei, Εκτελεστικός Διευθυντής της Goldman Sachs, Global Investment Research.

Ο ίδιος εξηγεί ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει τις ίδιες προκλήσεις με τις άλλες οικονομίες στην Ευρώπη, απλά το πρόβλημα για τη χώρα είναι ότι ξεκινά από ασθενέστερη θέση σε σχέση με άλλες και ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα υστερούν περισσότερο από ό,τι αλλού σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Για τον Taddei, η αποτροπή της πτώσης των επενδύσεων είναι επομένως ουσιαστική και το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί πρόσθετη στήριξη.

Αναφορικά με τις τιμές των εμπορευμάτων, απαντά ότι αυτή τη φορά, αυτός ο ανοδικός κύκλος είναι διαφορετικός, λόγω του συνδυασμού της μειωμένης προσφοράς που επιδεινώθηκε από την ύφεση λόγω της πανδημίας της Covid-19 αλλά και της αναζωπύρωσης της ζήτησης, λόγω της επαναλειτουργίας και της ανάγκης επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης και τελικά, ο σημερινός πόλεμος απλώς επιδείνωσε αυτές τις προϋπάρχουσες διαρθρωτικές εντάσεις.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν φαίνεται να αποκλιμακώνεται γρήγορα. Ποιες είναι οι δευτερογενείς επιπτώσεις που βιώνουμε ήδη στην ευρωπαϊκή οικονομία και ποιοι είναι οι πιθανοί κίνδυνοι στο μέλλον;

Η εκτίναξη της τιμής της ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει δύο κύριες άμεσες οικονομικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η πρώτη απασχολεί όλο και περισσότερο τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων: η εκτίναξη του κόστους ζωής, λόγω του πληθωρισμού που αυξάνεται ταχύτερα από την αύξηση των μισθών. Ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής δέχεται το πλήγμα από αυτή την άνοδο και, αν δεν χρησιμοποιηθούν οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις για να συμπληρώσουν την τρέχουσα κατανάλωση, το ποσό της δημοσιονομικής στήριξης που έχουν θέσει και θα θέσουν σε εφαρμογή οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (σχεδόν 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την εκτίμησή μας) δεν θα είναι αρκετό για να αποκαταστήσει το χαμένο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.

Η δεύτερη επίπτωση αφορά τις επενδύσεις: οι επιδεινωμένες οικονομικές προοπτικές συνήθως τροφοδοτούν τη μείωση της εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να προκαλέσει πτώση των επενδύσεων. Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι οι επενδύσεις εξακολουθούν να αντέχουν σχετικά καλά στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Το Ταμείο Ανάκαμψης προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία για τη Νότια Ευρώπη. Ποιες είναι οι επιπτώσεις που πιθανώς θα έχει στην ανάπτυξη, στο χρέος και στις αποδόσεις των ομολόγων για την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα;

Πράγματι, πρωτοφανές. Το μέγεθος του Ταμείου Ανάκαμψης κυμαίνεται από σχεδόν 18% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έως 12% στην Ιταλία και κοντά στο 6% στην Ισπανία. Πρόκειται για μια διαρκή, εστιασμένη στις επενδύσεις δημοσιονομική στήριξη, που μπορεί να συνοδεύσει τη μετάβαση των οικονομιών της Νότιας Ευρώπης για να ξεπεράσουν ορισμένες -ίσως τις περισσότερες αλλά σίγουρα όχι όλες- από τις διαρθρωτικές ελλείψεις.

Ο αντίκτυπος είναι τόσο κυκλικός όσο και διαρθρωτικός: υποστηρίζοντας τις επενδύσεις, το Ταμείο Ανάκαμψης κρατά τις οικονομίες αυτές πιο μακριά από τον στασιμοπληθωρισμό. Το τελικό έναυσμα του στασιμοπληθωρισμού είναι, στην πραγματικότητα, οι επενδύσεις και όχι η κατανάλωση. Η αποτροπή της πτώσης των επενδύσεων είναι επομένως ουσιαστική και οι οικονομίες του Νότου έχουν, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης, μια πρόσθετη στήριξη. Αλλά η πραγματική συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης είναι η δυνατότητα επηρεασμού της υποτονικής δυνητικής μακροχρόνιας ανάπτυξης που εμφανίζουν στο μέλλον, πρώτα η Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό η Ελλάδα. Η πίεση της αγοράς που παρατηρούμε σήμερα στην αγορά κρατικού χρέους της Ιταλίας θέτει ένα απλό ερώτημα: μπορεί η τρέχουσα άνοδος των τιμών της ενέργειας να εκτροχιάσει τη διαρθρωτική αλλαγή της οικονομίας του Νότου; Το Ταμείο Ανάκαμψης λειτουργεί έτσι ως ρυθμιστικό παράγοντα: στον βαθμό που θα αποτρέψει την πτώση των κεφαλαιουχικών δαπανών και των επενδύσεων, οι προκλήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους θα περιοριστούν.

Πρόσφατα, σε μια έκθεση για την Ελλάδα συνδέσατε την ενδεχόμενη καθυστέρηση στην ανοδική πορεία της ανάπτυξης με το κόστος της ενέργειας. Θα μπορούσατε να αναπτύξετε περισσότερο το θέμα; Είναι δυνατόν η Ελλάδα να αξιοποιήσει το μέγιστο αναπτυξιακό δυναμικό της σε αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον;

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την ίδια πρόκληση με κάθε άλλη οικονομία στην Ευρώπη: τι γίνεται αν η εκτίναξη της τιμής της ενέργειας καθυστερήσει τον πολυετή επενδυτικό κύκλο που είναι έτοιμη να απολαύσει η χώρα. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι ξεκινά από μια ασθενέστερη θέση από άλλες: οι επενδύσεις υστερούν περισσότερο από ό,τι αλλού σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Αυτό το επενδυτικό κενό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παραμένει ουσιαστικά ένα επενδυτικό κενό του ιδιωτικού τομέα.

Στον βαθμό που η τρέχουσα κατάσταση καθυστερεί μόνο την ανάκαμψη των επενδύσεων χωρίς να την εκτροχιάζει, η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει το αναπτυξιακό της δυναμικό. Καμία χώρα δεν μπορεί να περιμένει να αναπτυχθεί, εάν οι επενδύσεις -σε υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο- δεν αυξάνονται αρκετά γρήγορα. Η Ελλάδα έχει μια ενδιαφέρουσα στρατηγική, κάτι που δεν συναντάμε αλλού, δηλαδή να χρησιμοποιεί το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης για να στοχεύσει στις ιδιωτικές επενδύσεις. Οι προκλήσεις του σημερινού μακροοικονομικού περιβάλλοντος παραμένουν, αλλά αυτή η πολιτική έχει πολύ νόημα, καθώς αποτρέπει την πρόσκρουση στο όριο της περιορισμένης κρατικής ικανότητας.

Γίνεται πολύς λόγος για στασιμοπληθωρισμό και ύφεση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Τι θα μπορούσαν να σημαίνουν αυτές οι δύο συνθήκες για το ευρώ, τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων και την οικονομία στην Ευρώπη;

Έχουμε εντοπίσει τον κίνδυνο ύφεσης -και άρα ακόμη και την πιο σοβαρή εκδοχή της, τον στασιμοπληθωρισμό- ως το βασικό σενάριο που θα μπορούσε να αλλάξει τη στάση και την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ενώ επί του παρόντος αναμένουμε ότι το επιτόκιο πολιτικής θα φθάσει το 0,25% έως το τέλος του έτους, μια υποβαθμισμένη οικονομική προοπτική θα ωθούσε την ΕΚΤ να επανεξετάσει την τρέχουσα εστίασή της στη σταθερότητα των τιμών. Η προοπτική του ευρώ αντικατοπτρίζει αυτή την πιθανή αλλαγή, αλλά, εκτός εάν η ευρωπαϊκή οικονομία αποδειχθεί ότι έχει πληγεί σοβαρά, έχουμε εποικοδομητική άποψη για το ευρώ τους επόμενους 12 μήνες, όπου η ανάκαμψη της ανάπτυξης και το θετικό επιτόκιο πολιτικής θα προσελκύσουν πιθανότατα διεθνείς ροές. Δεν είναι για τώρα, αλλά είναι μια άποψη για αργότερα.

Οι τιμές της ενέργειας, των εμπορευμάτων και των τροφίμων είναι οι κύριες ανησυχίες για πολλούς Ευρωπαίους. Ποια είναι η γνώμη σας για τις τιμές των εμπορευμάτων; Πρόκειται για μια «τεχνητή» ανοδική αγορά; Πιστεύετε ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί ως όπλο την ενέργεια και τις άλλες αγορές εμπορευμάτων για να αποδυναμώσει την Ευρώπη;

Η άποψή μας είναι ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, εκτός από την ανθρωπιστική τραγωδία, μόλις επιτάχυνε ένα διαρθρωτικό έλλειμμα που, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, αφορούσε όλα τα εμπορεύματα ταυτόχρονα. Δεν συμβαίνει συχνά τα μέταλλα και τα ενεργειακά εμπορεύματα να βρίσκονται σε έλλειμμα -με την παγκόσμια προσφορά να υπολείπεται της ζήτησης- την ίδια στιγμή. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της επέκτασης της οικονομίας, οι τιμές του χαλκού συχνά αυξάνονται, ενώ το πετρέλαιο συνήθως πέφτει -το αντίθετο συμβαίνει στην αρχή μιας ύφεσης.

Αυτή τη φορά είναι διαφορετική, λόγω του συνδυασμού δύο παραγόντων: της διαρθρωτικής υποεπένδυσης στην προσφορά βασικών εμπορευμάτων που επιδεινώθηκε από την ύφεση του Covid, της αναζωπύρωσης της ζήτησης λόγω της επαναλειτουργίας και της ανάγκης επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης. Ο σημερινός πόλεμος απλώς επιδείνωσε αυτές τις προϋπάρχουσες διαρθρωτικές εντάσεις. Έτσι, ως Ευρωπαίοι δεν πρέπει να κάνουμε κανένα λάθος: αν θέλουμε να ασχοληθούμε σοβαρά με την ψηφιοποίηση και την πράσινη μετάβαση, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να φιλοξενήσουμε επενδύσεις στους παραδοσιακούς τομείς της ενέργειας και των μετάλλων για να διαχειριστούμε μια δύσκολη μετάβαση προς μια σημαντική διαρθρωτική αλλαγή. Είμαστε δυνητικά εξοπλισμένοι, απλά πρέπει να είμαστε ανοιχτοί για το τι χρειάζεται.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v