Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ACS (και ταυτόχρονα CEO της μητρικής Quest Holdings) Απόστολος Γεωργαντζής μιλά στο Euro2day.gr όχι μόνο για τις μεγάλες προοπτικές που ανοίγει στην αγορά των ταχυμεταφορών η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και για τις σχεδιαζόμενες κινήσεις της εταιρείας του, προκειμένου να αυξήσει περαιτέρω τις οικονομικές της επιδόσεις.
Η θυγατρική της Quest Holdings όχι μόνο έχει αυξήσει σημαντικά τον κύκλο εργασιών της κατά τα τελευταία χρόνια σημειώνοντας παράλληλα ισχυρή κερδοφορία, αλλά παράλληλα εμφανίζεται και ικανή να χρηματοδοτήσει απρόσκοπτα σημαντικότατες επενδύσεις, ώστε να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που θα προκύψουν.
Η ACS δεν εξετάζει επί του παρόντος θέμα αυτόνομης εισαγωγής της στο ΧΑ καθώς δεν έχει την ανάγκη πρόσθετων κεφαλαίων, ενώ σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο των εξαγορών, εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα ανάπτυξης, όπως και αυτό της μη οργανικής ανάπτυξής της τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Κύριε Γεωργαντζή, πόσο επηρεάστηκε η αγορά των ταχυμεταφορών κατά την περίοδο της κρίσης; Κατά πόσο οι εταιρείες του κλάδου μειώθηκαν σε αριθμό;
Η ελληνική αγορά ταχυμεταφορών κατά το 2008, ακολουθώντας ανοδική πορεία, είχε φτάσει περίπου τα 340 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, από το 2009 και μετά η αγορά επηρεάστηκε αρνητικά από την κρίση και την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα τη σταδιακή της πτώση, φτάνοντας στο χαμηλότερο σημείο της κατά το 2012, στα επίπεδα των €250 εκατ. ευρώ. Δηλαδή υποχρεώθηκε σε μια πτώση άνω του 25% από το μέγιστο σημείο της. Στη συνέχεια, ωστόσο, ήρθε η ανάπτυξη του e-commerce, με αποτέλεσμα να εκτιμούμε ότι η αγορά το 2018 επέστρεψε στα επίπεδα του 2008, δηλαδή στα 340 εκατ. ευρώ. Από πλευράς όγκων βέβαια, η εικόνα είναι διαφορετική, καθώς το 2018 εκτιμάται ότι ο όγκος της αγοράς ξεπέρασε τα 70 εκατ. αποστολές, δηλαδή έκλεισε περίπου 30% υψηλότερα από το 2008. Όπως προκύπτει και από τη σύγκριση αξίας/όγκων, ο υψηλός ανταγωνισμός εδώ και πολλά χρόνια έχει επηρεάσει αρνητικά τις τιμές, με αποτέλεσμα η μέση αξία ανά αποστολή να βρίσκεται περίπου 30% χαμηλότερα από αυτή του 2008.
Μια άλλη αλλαγή που έλαβε χώρα την εν λόγω περίοδο, ως αποτέλεσμα της αύξησης της διείσδυσης του internet και του ηλεκτρονικού εμπορίου, είναι η σταδιακή αύξηση των δεμάτων έναντι των φακέλων. Κατά την ίδια περίοδο, τα δέματα έχουν υπερδιπλασιαστεί, ενώ οι φάκελοι έχουν παραμείνει στα ίδια επίπεδα, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των διακινούμενων αποστολών να είναι πλέον τα δέματα, ενώ το 2008 ήταν οι φάκελοι. Σε σχέση με τις εταιρείες που ασχολούνται με τις ταχυμεταφορές, σύμφωνα και με τα στοιχεία της ΕΕΤΤ, το 2008 οι επιχειρήσεις με Γενική Άδεια ήταν περίπου 500, έπεσαν στις 390 το 2013 και κατόπιν αυξήθηκαν σταδιακά, με αποτέλεσμα το 2018 να ανέρχονται σε 550. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι εργαζόμενοι στον κλάδο των ταχυμεταφορών.
Ποια η σημερινή δομή της αγοράς των ταχυμεταφορών; Πόσο «συγκεντρωμένη» είναι; Τι μερίδιο αγοράς ελέγχουν οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου; Πόσο κερδοφόρες είναι αυτές;
Η αγορά των ταχυμεταφορών θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίζεται λόγω της φύσης των αποστολών σε δύο βασικούς τομείς: α) το Domestic (εγχώριες αποστολές από Ελλάδα προς Ελλάδα) και β) το International (διεθνείς αποστολές από εξωτερικό προς Ελλάδα και από Ελλάδα προς εξωτερικό). Το εξωτερικό εκτιμάται ότι είναι περίπου το 1/3 της αγοράς ταχυμεταφορών σε αξίες και λιγότερο από το 10% σε επίπεδο όγκων. Στις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου (π.χ. εταιρείες με τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ) εντάσσονται τρεις διεθνείς εταιρείες που αποτελούν θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων, οι οποίες ασχολούνται κυρίως με τον International τομέα υπηρεσιών της αγοράς, και τέσσερις ελληνικές εταιρείες οι οποίες έχουν και πανελλαδικό δίκτυο και ασχολούνται κυρίως με τον Domestic τομέα υπηρεσιών της αγοράς. Στο σύνολό τους οι εν λόγω επτά εταιρείες εκτιμάται ότι από πλευράς εσόδων αποτελούν το 90% της αγοράς. Από τις ανωτέρω βασικότερες εταιρείες του κλάδου, οι περισσότερες φαίνεται τα τελευταία χρόνια να είναι κερδοφόρες (αν και ορισμένες είχαν υποχρεωθεί σε ζημίες κατά το παρελθόν), ενώ κάποιες έχουν συσσωρεύσει σημαντικές υποχρεώσεις από προηγούμενες χρήσεις. Παράλληλα βλέπουμε να υπάρχει μεγάλη απόκλιση στα περιθώρια κέρδους μεταξύ των εταιρειών.
Ποια είναι τα βασικότερα προβλήματα του κλάδου και με ποιο τρόπο η Πολιτεία θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στην επίλυσή τους;
Θα αναφερθώ σε δύο σημαντικά τέτοια ζητήματα. Πρώτον, η μη ίση μεταχείριση με τον Φορέα Παροχής Καθολικής Υπηρεσίας (ΦΠΚΥ) σχετικά με το ΦΠΑ στα δέματα. Ο ΦΠΚΥ έχει εξαίρεση σε ΦΠΑ σε όλες τις υπηρεσίες και τα δέματα, με αποτέλεσμα να υπάρχει μη υγιής ανταγωνισμός, αφού για σημαντικούς πελάτες (όπως τράπεζες και ασφαλιστικές) οι εταιρείες ταχυμεταφορών φτάνουν να είναι πιο ακριβές λόγω ΦΠΑ. Απαιτείται η επιβολή ίδιων συνθηκών καθολικά, π.χ. η επιβολή του ΦΠΑ σε όλες τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Και δεύτερον, λόγω του υψηλού ανταγωνισμού υπάρχει σημαντική μείωση των τιμών. Αυτό μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με τη συνεχή βελτίωση της αποδοτικότητας, που επιτυγχάνεται με τη χρήση τεχνολογίας και επενδύσεων σε υποδομές.
Παρ' όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο από την Πολιτεία για την υλοποίηση επενδύσεων. Ειδικότερα μάλιστα υπάρχει και ρητός αποκλεισμός του κλάδου των ταχυμεταφορών/ταχυδρομικών υπηρεσιών από τον τελευταίο αναπτυξιακό νόμο, με αποτέλεσμα να είναι ακόμα πιο δύσκολη η υλοποίηση επενδύσεων. Προτείνεται ο κλάδος να περιλαμβάνεται ρητά σε κάθε επόμενο επενδυτικό νόμο και να γίνεται συνεχής προσπάθεια για τη διευκόλυνση της υλοποίησης αναπτυξιακών επενδύσεων, από τη στιγμή που οι ταχυμεταφορές στην Ελλάδα είναι βασικός πυλώνας στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και συνεπώς στην εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων.
Ποια δυναμική ανάπτυξη μπορεί να φέρει στον κλάδο η αναμενόμενη ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου; Είναι έτοιμες οι εγχώριες εταιρείες του κλάδου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ηλεκτρονικού εμπορίου, ή θα πρέπει να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις;
Οι αποστολές ταχυμεταφορών που προέρχονται από το ηλεκτρονικό εμπόριο εκτιμάται ότι έχουν ξεπεράσει το 40% των αποστολών ταχυμεταφορών και τα τελευταία έτη αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό κατ’ έτος. Αυτός είναι και ο λόγος που η αγορά ταχυμεταφορών έχει ανακάμψει. Η διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου στην ελληνική αγορά λιανικής είναι ακόμα σε επίπεδα του 5%, δηλαδή πολύ χαμηλή σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου στις πιο προχωρημένες χώρες όπως η Αγγλία έχει φτάσει ακόμα και το 20%. Αυτό σημαίνει ότι για πολλά χρόνια ακόμα που το ηλεκτρονικό εμπόριο θα αυξάνεται, εκτιμάται ότι θα αυξάνονται αντίστοιχα και οι αποστολές του, επηρεάζοντας αντίστοιχα και την αγορά ταχυμεταφορών.
Η ραγδαία αυτή αύξηση για να αντιμετωπιστεί και να υποστηριχτεί απαιτεί επενδύσεις σε υποδομές από τις εταιρείες ταχυμεταφορών σε μεγαλύτερα κέντρα διαλογής, μεγαλύτερους χώρους διακίνησης των αποστολών, καθώς και περισσότερα κα μεγαλύτερα μεταφορικά μέσα. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει και γίνονται συνεχείς σχετικές προσαρμογές από τις εταιρείες ταχυμεταφορών για την εξυπηρέτηση των αυξημένων αναγκών. Αυτό φαίνεται ότι θα είναι μια διαρκής ανάγκη για τα επόμενα τουλάχιστον δέκα χρόνια και θα χρειαστεί να γίνουν επενδύσεις σε πολύ μεγαλύτερου μεγέθους υποδομές, για τις οποίες δεν είναι σίγουρο αν όλες οι εταιρείες ταχυμεταφορών θα έχουν την απαιτούμενη χρηματοοικονομική επάρκεια.
Η ACS έχοντας δει τα ανωτέρω, έχει δρομολογήσει ήδη από το 2015 σημαντική επένδυση σε ένα νέο υπερ-σύγχρονο κέντρο διαλογής, με αυτόματα συστήματα διαλογής τελευταίας τεχνολογίας, για το οποίο η συνολική δαπάνη εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 30 εκατ. ευρώ. Στόχος της επένδυσης αυτής είναι να υπάρχει η δυνατότητα εξυπηρέτησης των αναγκών διαλογής για πολλά χρόνια ακόμα και η μείωση του απαιτούμενου χρόνου διαλογής. Παράλληλα βέβαια θα χρειαστεί να γίνουν και άλλες επενδύσεις σε χώρους διακίνησης και μεταφορικά μέσα (last mile).
Πώς εξελίχθηκε η πορεία των βασικών οικονομικών μεγεθών και των μεριδίων αγοράς της ACS κατά τα τελευταία χρόνια;
Η εξέλιξη των βασικών οικονομικών μεγεθών της ACS τα τελευταία χρόνια ήταν θετική, αφού η εταιρεία κατάφερε κατά το 2018 να ξεπεράσει τα 100 εκατ. ευρώ έσοδα, έναντι περίπου 90 εκατ. το 2008-2009 και 70 εκατ. το 2012. Επίσης κατάφερε όλα τα χρόνια να παραμείνει κερδοφόρα. Η ανάπτυξη της εταιρείας από το 2012 και μετά ήρθε τόσο από την αγορά των ταχυμεταφορών, που από το 2013 λόγω του e-commerce μεγεθύνεται, αλλά και από την είσοδό της στην αγορά του απλού ταχυδρομείου προς τα τέλη του 2013. Το μερίδιο αγοράς της εταιρείας στον κλάδο των ταχυμεταφορών εκτιμάται σήμερα σε περίπου 24%, με μικρές διακυμάνσεις τα τελευταία έτη. Στην αγορά των υπηρεσιών ταχυδρομείου, το μερίδιο της εταιρείας εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 6%-7%, από σχεδόν μηδέν που ήταν το 2013.
Για την επίτευξη και υποστήριξη της ανωτέρω ανάπτυξης, η εταιρεία πραγματοποιεί συνεχείς επενδύσεις σε καινοτόμα συστήματα, πρωτοποριακές λύσεις και σύγχρονο εξοπλισμό, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελάτων της. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι επενδύσεις της ACS στην διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών ξεπερνούν τα 10 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία έχει πετύχει όλα τα τελευταία έτη να έχει καλή χρηματοοικονομική κατάσταση με μηδενικό δανεισμό και θετικές ταμειακές ροές, που της επιτρέπουν να είναι σε θέση να κάνει όποιες περαιτέρω επενδύσεις κρίνει κατάλληλες για την περαιτέρω ανάπτυξη της.
Πώς σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά καταφέρνει να σημειώνει υψηλή κερδοφορία;
Η εταιρεία βασίζει το μοντέλο της στη συνεχή βελτίωσή της σε όλους στους τομείς λειτουργίας της, όπως στην υγιή ανάπτυξη των εσόδων, στην προσεκτική διαχείριση των εξόδων, στην οργάνωσή της και στη βελτίωση της αποδοτικότητας της λειτουργίας της, επενδύοντας συνεχώς σε νέα συστήματα, λύσεις και υποδομές. Παράλληλα, βαρύτητα δίνεται και στην εκπαίδευση και ανάπτυξη των εργαζομένων, των συνεργατών και των στελεχών της που αποτελούν και την κινητήριο δύναμή της. Ταυτόχρονα, ως η μεγαλύτερη εταιρεία ταχυμεταφορών από πλευράς εσόδων και όγκων, επιτυγχάνει και σημαντικές οικονομίες κλίμακος. Τέλος, επενδύει συνεχώς και στην εξυπηρέτηση του πελάτη -κυρίως του πελάτη παραλήπτη του ηλεκτρονικού εμπορίου- προσπαθώντας συνεχώς να βελτιώσει την εμπειρία και την εξυπηρέτησή του.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι καινοτόμες λύσεις για τα ελληνικά δεδομένα που προσφέρει η ACS, όπως τα Αυτόματα Σημεία Παραλαβής και Παράδοσης Αποστολών “ACS Smart Point” (στα συνεργαζόμενα πρατήρια Shell), η δυνατότητα online ανακατεύθυνσης αποστολών “ACS ReDirect” με επιλογή νέας ημέρας/σημείου παράδοσης από το κινητό, η νέα εφαρμογή για κινητά Android και iPhone “ACS Mobile App”, κ.α. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η προσπάθεια πρέπει να είναι συνεχής, καθώς με τους ολοένα και μεγαλύτερους όγκους (ειδικά σε περιόδους όπου υπάρχουν εξάρσεις της ζήτησης όπως οι εορτές ή και ο πρόσφατος θεσμός του Βlack Friday), οι προκλήσεις για όλο τον κλάδο είναι σημαντικές. Το αποτέλεσμα της συνεχούς προσπάθειας βελτίωσης σε όλους τους τομείς και όλων των ανωτέρω είναι η επίτευξη επαρκούς κερδοφορίας που είναι αρκετά υψηλότερη του ανταγωνισμού, γεγονός που καθιστά την ACS τον πλέον αξιόπιστο συνεργάτη και στο θέμα της άμεσης απόδοσης των αντικαταβολών.
Ποιοι οι μελλοντικοί στόχοι της ACS σε ό,τι αφορά επενδύσεις και οικονομικές επιδόσεις;
Η εταιρεία στα επόμενα χρόνια στοχεύει σε ανάπτυξη, η οποία θα προέλθει κυρίως από την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Με τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις στοχεύει σε ρυθμούς μεγέθυνσης μεγαλύτερους της αγοράς, ώστε να βελτιώσει περαιτέρω και το μερίδιό της. Πρώτος στόχος είναι να μπορέσει μέσα στα επόμενα 3-5 χρόνια να ξεπεράσει σε έσοδα τα 130 εκατ. ευρώ, (κάτι που επιτυγχάνεται ακόμα και με ήπια μονοψήφια ανάπτυξη 6%-8% ανά έτος) αλλά να το κάνει αυτό διατηρώντας τα καλά περιθώρια κέρδους που έχει επιτύχει έως σήμερα.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών, σχεδιάζει να πραγματοποιήσει την ίδια περίοδο σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές και συστήματα, που αναμένεται να ξεπεράσουν τα 40 εκατ. ευρώ, με πιο σημαντική μεταξύ αυτών να είναι το νέο κέντρο διαλογής της στην Αττική.
Πώς θα έβλεπε μελλοντικά η ACS το ενδεχόμενο αυτόνομης εισόδου της στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ή της έκδοσης εταιρικού ομολόγου, προκειμένου να αντλήσει κεφάλαια; Είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο εξαγοράς άλλης εταιρείας του κλάδου;
Η περίπτωση της εισόδου της ACS στο χρηματιστήριο θα προέκυπτε εφόσον απαιτηθούν σημαντικές περαιτέρω επενδύσεις και κεφάλαια για την ανάπτυξη της εταιρείας, που σε αυτή τη φάση δεν φαίνεται να συμβαίνει. Περαιτέρω η εταιρεία, έχοντας πολύ καλή οικονομική κατάσταση, είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τις σχεδιαζόμενες από το στρατηγικό της πλάνο επενδύσεις, που έχουν να κάνουν κυρίως με το νέο κέντρο διαλογής και λοιπές υποδομές, με ιδία κεφάλαια και με το επαρκές cash flow. Εξετάζεται παρόλα αυτά να αξιοποιήσει και τη δυνατότητα κάποιου δανεισμού, χωρίς να υπάρχει ακόμα κάποια απόφαση. Τέλος, η εταιρεία εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα ανάπτυξης, όπως και αυτό της μη οργανικής ανάπτυξής της τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, χωρίς να υπάρχει κάτι πιο συγκεκριμένο να ειπωθεί αυτή τη στιγμή.