«Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας θα περάσει και μέσα από τις νέες επενδύσεις του δοκιμασμένου θεσμού του Venture Capital». Με αυτό ξεκινήσαμε μία συζήτηση με τον, μεταξύ άλλων, τέως διοικητή της Eθνικής Tράπεζας και πρόεδρο της Lamda Development, και νυν ιδρυτή του αναπτυξιακού κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών EOS Capital Partners.
«Η ομάδα στελεχών του fund σε Αθήνα και Λονδίνο έχει αξιολογήσει και προεπιλέξει 200 δυναμικές ελληνικές επιχειρήσεις που όχι μόνο επιβίωσαν από την κρίση αλλά και σημείωσαν αύξηση των οικονομικών τους μεγεθών», λέει ο κ. Ταμβακάκης και συνεχίζει:
«Είχα συνειδητοποιήσει, εδώ και καιρό, ότι οι τράπεζες θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από σοβαρά προβλήματα. Και επειδή στη νοοτροπία μου είμαι περισσότερο φιλοεπιχειρηματικός αποφάσισα, μαζί με την ομάδα που σχηματίσθηκε, να ιδρύσω αυτό το fund, υποκινούμενος από το πολύ σημαντικό κεφαλαιακό κίνητρο που δίνει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF) μέσω του Unifund, που ιδρύθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό».
Ετσι συγκεντρώθηκαν 120 εκατ. ευρώ, που αποτελεί και από τα υψηλότερα ποσά που συγκεντρώθηκαν για τα ελληνικά δεδομένα σε private equity fund τα τελευταία χρόνια.
«Η στρατηγική μας στόχευση ξεκίνησε με την αξιολόγηση ενός ευρύτερου δείγματος 1.000 εταιρειών, από τις οποίες προέκυψε η επιλογή 100 περίπου δυναμικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι το fund σχεδιάζει να έχει τοποθετηθεί σε δύο τουλάχιστον ελληνικές επιχειρήσεις ως το τέλος του 2019.
Σε ερώτησή μας γιατί ο όρος «μικρομεσαίες», ο κ. Ταμβακάκης απαντά: «Γιατί απλούστατα, και με βάση την ευρωπαϊκή ορολογία, το 99,7% των ελληνικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται ως μικρομεσαίες, με τζίρο έως 50 εκατ. ευρώ και έως 250 άτομα προσωπικό.
Οσον αφορά την κλαδική εξειδίκευση, η πλειοψηφία των εταιρειών που είναι στο στόχαστρο των στελεχών της EOS Capital Partners προέρχεται από τον κλάδο των τροφίμων, χωρίς βέβαια αυτό να είναι δεσμευτικό για την προέλευση των εταιρειών στις οποίες θα επενδύσει το fund».
Και συνεχίζει ο κ. Ταμβακάκης: «Το πιο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι πολλές από αυτές τις εταιρείες βελτίωσαν περισσότερο τα μεγέθη τους κατά την περίοδο της κρίσης. Επιπλέον η αναγκαστική διαχείριση των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες θα συμβάλει στην ορθολογικότερη ενοποίηση κάποιων από αυτές, ισχυροποιώντας έτσι αυτούς που θα πρωταγωνιστήσουν στον κλάδο τους και στις αγορές του εξωτερικού».
Οσον αφορά τις προοπτικές και τη διείσδυση του θεσμού του Venture Capital, αυτή θεωρείται χαμηλή.
Καταγράφεται όμως μια σαφής τάση ίδρυσης funds που αξιολογούν και επενδύουν σε νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), κατά πλειοψηφία σε τεχνολογικές εταιρείες, με στρατηγικό κριτήριο της επένδυσης είτε την καινοτομία (Innovation) είτε τη μεγέθυνση (Growth). Η στήριξη αυτών των νέων επιχειρηματιών είναι πολύ σημαντικό για τους ίδιους, ακόμη και εάν οι τελευταίοι δεν μπορεί να συνεχίσουν τη δράση τους.
«Εμείς χαρακτηριζόμαστε ως fund αναπτυξιακού χαρακτήρα ενώ η μέση συμμετοχή στις επενδύσεις μας θα κυμαίνεται περί τα 10 εκατ. ευρώ ανά εταιρεία, το μέγεθος της οποίας θα βοηθά επίσης την έξοδό μας, όταν θα υπάρχει ωρίμανση της συγκεκριμένης επένδυσης», συμπληρώνει ο Α. Ταμβακάκης.
Οσον αφορά τον διεθνή ανταγωνισμό, τα private equity του εξωτερικού υλοποιούν μετοχικές επενδύσεις 70 με 80 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο, με αποτέλεσμα να μην κοιτούν καθόλου τις ελληνικές εταιρείες, λόγω μεγέθους.
Ξαναγυρνώντας στο μείζον πρόβλημα της έλλειψης χρηματοδότησης για τις ελληνικές εταιρείες και όσον αφορά την περίοδο 2012-2016, ο Α. Ταμβακάκης τονίζει εμφατικά: «Κατά την περίοδο αυτή, η τραπεζική χρηματοδότηση έπεσε κατά 4 φορές ενώ για την οκταετία 2008-2016, κατά 12 φορές».
Οσον αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο πρόεδρος της EOS δίνει το στίγμα της σταδιακής βελτίωσής της για τα επόμενα πέντε χρόνια, με μείωση των συστημικών κινδύνων και πρόοδο στους κύριους οικονομικούς δείκτες. Η καταλυτική όμως εξέλιξη θα έχει να κάνει με τη βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας μέσα στο 2019, μέσω και των αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής της ικανότητας από τους γνωστούς οίκους αξιολόγησης.
Και συνεχίζει ο κ. Ταμβακάκης: «Πριν από την κρίση, το τραπεζικό σύστημα είχε συνολικό ενεργητικό 440 δισ. ευρώ και σήμερα φθάσαμε τα 240 δισ. ευρώ, με τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις. Εάν δε αφαιρέσουμε τα 90-95 δισ. ευρώ των κόκκινων δανείων, τότε το ενεργητικό των τραπεζών έχει σημειώσει συνολική υποχώρηση της τάξης του 70%. Για να συνέλθουν λοιπόν και να εξυγιανθούν οι τράπεζες, θα χρειασθούν περί τα 3 με 5 χρόνια».
Οσον αφορά τα μετοχικά ποσοστά που θα διαπραγματευθεί η EOS, αυτά θα φθάνουν έως το 34%, ανάλογα και με την ειδική βαρύτητα κάθε εταιρείας. Από την άλλη πλευρά, ο θεσμός των Venture Capital/Private Equity έχει πολύ μικρή διείσδυση στην ελληνική αγορά. Απόδειξη για αυτό είναι ότι σήμερα οι ενεργές μετοχικές επενδύσεις ελληνικών και ξένων funds σε ελληνικές εταιρείες προσεγγίζουν τα 700 εκατ. ευρώ (0,7% του ΑΕΠ).
«Την ίδια στιγμή, έρευνα της PwC τεκμηριώνει ότι το ελληνικό επιχειρείν αντιμετωπίζει μια πολύ μεγάλη έλλειψη κεφαλαίων, το συνολικό ύψος των οποίων φθάνει τα 14 δισ. ευρώ. Για να φύγουμε από αυτό τον κύκλο της υποεπένδυσης, οι εταιρείες θα πρέπει να αντλήσουν περί τα 7 δισ. ευρώ από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και ισόποσα 7 δισ. μέσω νέου δανεισμού.
«To μέγεθος αυτό καταδεικνύει από μόνο του τις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων και συνεπώς του δυνητικού μεγέθους αγοράς που μπορεί εν μέρει να καλύψει ο θεσμός του Venture Capital», καταλήγει ο κ. Ταμβακάκης.