Oι αλλαγές στην κοστολόγηση των υδάτινων πόρων και η πρόβλεψη της νομοθεσίας με βάση την οποία στην τιμή του νερού πρέπει να συνυπολογίζεται το περιβαλλοντικό κόστος (που θα αποδίδεται στο Πράσινο Ταμείο) και το λεγόμενο «κόστος πόρου» μαζί με το κόστος κατασκευής και λειτουργίας των σχετικών υποδομών, εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στην Ελλάδα.
Με βάση την κοινοτική νομοθεσία, όπως ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο, το «περιβαλλοντικό τέλος» και το «κόστος πόρου» προσδιορίζονται κάθε φθινόπωρο από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση έτσι ώστε τα έσοδα των φορέων διαχείρισης δικτύων ύδρευσης να καλύπτουν όχι μόνο τα έξοδα, αλλά το συνολικό κόστος του νερού.
Οι χρεώσεις επιβάλλεται να γίνονται κλιμακωτά, με την πρώτη κλίμακα να αντιστοιχεί «στις βασικές ανάγκες διαβίωσης του πληθυσμού» και να παρέχεται «σε οικονομικά προσιτή τιμή, που μπορεί να προσεγγίζει και τη μηδενική». Ειδική μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται για τις ευπαθείς ομάδες, με βάση και τις κοινοτικές οδηγίες (που αναμορφώνονται αυτή την περίοδο με βάση την επιτυχημένη Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών Right2Water). Όσο για την άρδευση, επιβάλλεται σε κάθε νέο οργανωμένο δίκτυο να διαθέτει υδρομετρητές, ενώ τα υφιστάμενα καλούνται να εγκαταστήσουν εντός τριετίας (ή επταετίας όπου εντοπίζονται δυσκολίες).
Σύμφωνα με τη σχετική υπουργική απόφαση, «οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος, για τον προσδιορισμό των τιμολογίων τους, λαμβάνουν υπόψη, πέραν του χρηματοοικονομικού κόστους, το περιβαλλοντικό κόστος και το "κόστος πόρου". Στα τιμολόγια των παρόχων αναγράφεται υποχρεωτικά το "περιβαλλοντικό τέλος", το οποίο εισπράττεται από τους τελικούς χρήστες». Επίσης, σύμφωνα με την ίδια υπουργική απόφαση, «η γνωστοποίηση των εσόδων του εισπραχθέντος ποσού από τους παρόχους υπηρεσιών ύδατος θα γίνεται στις 30/6 κάθε έτους, από το 2019 και μετά, στη Διεύθυνση Υδάτων της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης». Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα επίπεδα ανάκτησης του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου θα είναι δυνατόν να καθοριστούν μετά τις 30/6/2019».
Για να προσδιοριστούν ακριβώς τα συγκεκριμένα τέλη απαιτούνται και επενδύσεις από πλευράς δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης. Όπως επισημαίνεται και στο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Αττικής, «Τα υφιστάμενα λογιστικά συστήματα, πλην της ΕΥΔΑΠ, δεν επιτρέπουν το διαχωρισμό των εσόδων νερού ανά χρήση (οικιακή, βιομηχανική κ.λπ.). Ως εκ τούτου, απαιτείται σχετική αναμόρφωση στο λογιστικό σύστημα των παρόχων. Για τον υπολογισμό του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου, τα οποία θα βαρύνουν το συνολικό κόστος του νερού ανά Υδατικό Σύστημα ή ομάδα Υδατικών Συστημάτων, πιθανώς να απαιτείται επιπλέον αναμόρφωση του λογιστικού συστήματος, είτε σύνδεση του με κάποιο άλλο εξωλογιστικό σύστημα υπολογισμού (κυρίως όσον αφορά στους Δήμους)».
Υπηρεσίες και δεδομένα
Πρόσφατη έκθεση του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος & Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ), που ανήκει στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τίτλο «Ελλάδα: Έκθεση Κατάστασης Περιβάλλοντος 2018» παρέχει περισσότερο αναλυτικά στοιχεία για τις αλλαγές στο πλαίσιο της κοστολόγησης του νερού στη χώρα μας.
Όπως επισημαίνεται, με βάση τη νομοθεσία στην Ελλάδα διακρίνονται τρεις κατηγορίες υπηρεσιών ύδατος: Υπηρεσίες Παροχής Νερού Ύδρευσης, Υπηρεσίες Αποχέτευσης και Επεξεργασίας Λυμάτων και Υπηρεσίες Παροχής Ύδατος για Αγροτική Χρήση. Λαμβάνοντας υπόψη τον ορισμό των υπηρεσιών ύδατος και σε συμφωνία με το προαναφερόμενο θεσμικό πλαίσιο, ως πάροχοι υπηρεσιών ύδατος ορίζονται «οι δημόσιοι και δημοτικοί φορείς, οι Δημόσιοι Οργανισμοί, οι Δημόσιες Επιχειρήσεις, τα ΝΠΙΔ και λοιποί φορείς, όπως οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), η Εταιρεία Ύδρευσης & Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ Α.Ε.), η Εταιρεία Ύδρευσης & Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ Α.Ε.), η Εταιρεία Παγίων ΕΥΔΑΠ, η Εταιρεία Παγίων ΕΥΑΘ, οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ), οι ΟΤΑ Α΄ βαθμού, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ύδατος είτε προς άλλους φορείς είτε προς τελικούς χρήστες».
Οι χρήσεις των υπηρεσιών ύδατος διακρίνονται σε ύδρευση, αγροτική χρήση, βιομηχανική χρήση, χρήση για αναψυχή, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην άρδευση, την αποχέτευση και την επεξεργασία λυμάτων.
Τα κοστολογικά στοιχεία των υπηρεσιών ύδατος «Προσδιορίζονται με σαφή διαχωρισμό του χρηματοοικονομικού κόστους, του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου. Το χρηματοοικονοομικό κόστος ορίζεται ως η οικονομική αποτίμηση του κόστους για όλα τα έργα, τις υποδομές και τις διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τις υπηρεσίες παροχής ύδατος και περιλαμβάνει το κόστος κεφαλαίου (το αναλισκόμενο ετήσιο πάγιο κεφάλαιο στη διαδικασία παραγωγής και παροχής των υπηρεσιών ύδατος και το κόστος ευκαιρίας του επενδεδυμένου κεφαλαίου, που είναι η απόδοση του κεφαλαίου σε εναλλακτικές τοποθετήσεις), το λειτουργικό κόστος, το κόστος συντήρησης και το κόστος διοίκησης».
-Για το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος του πόρου, στην έκθεση του ΕΚΠΑΑ αναφέρεται πως «επιχειρείται μια ρεαλιστική μεθοδολογική προσέγγιση εκτίμησης, η οποία υιοθετήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις εγγενείς αδυναμίες οικονομικής αποτίμησης των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων καθώς και τα καθοδηγητικά κείμενα της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ και την ευρωπαϊκή εμπειρία άλλων Κρατών Μελών της Ε.Ε.». Περιβαλλοντικό κόστος «ορίζεται ως το κόστος της απόκλισης της κατάστασης των υδάτων από την καλή κατάσταση, η οποία απαιτείται για τη βιώσιμη χρήση του υδατικού πόρου σύμφωνα με τους περιβαλλοντικούς στόχους του άρθρου 4 του ΠΔ 51/2007». «Κόστος πόρου» είναι «το κόστος άλλων εναλλακτικών χρήσεων του ύδατος, οι οποίες είναι αναγκαίες σε περίπτωση που το Υδατικό Σύστημα χρησιμοποιείται πέραν του ρυθμού της φυσικής του αναπλήρωσης».
-Για τις υπηρεσίες παροχής νερού ύδρευσης. αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων, στην ίδια έκθεση επισημαίνεται πως η τιμολογιακή πολιτική διαμορφώνεται έτσι ώστε να εξασφαλίζει επαρκή ανάκτηση του κόστους και βιωσιμότητα των επενδύσεων στον αστικό κύκλο. Τα τιμολόγια «προσδιορίζονται από τους παρόχους των υπηρεσιών (και υπόκεινται στις εγκριτικές διαδικασίες που προβλέπονται από την υφιστάμενη νομοθεσία) με στόχο τα συνολικά έσοδα του παρόχου να καλύπτουν το συνολικό κόστος, ενώ σε περιπτώσεις που το συνολικό κόστος δεν ανακτάται πλήρως προβλέπεται η σταδιακή ετήσια βελτίωση του ποσοστού ανάκτησης. Βασική κατεύθυνση των ενεργειών για τη διασφάλιση της βελτίωσης της ανάκτησης αποτελεί η μείωση κόστους για την παροχή της υπηρεσίας».
Επιπλέον «καθιερώνεται η τιμολόγηση κατά αύξουσες κλίμακες με ένα σταθερό στοιχείο – σταθερή χρέωση ανά μετρητή νερού, το οποίο αντανακλά το σταθερό κόστος κάθε παρόχου και ένα μεταβλητό στοιχείο που αντιστοιχεί στην ογκομετρική χρέωση (ανά κυβ. μέτρο κατανάλωσης). Κάθε πάροχος διατηρεί στη διακριτική του ευχέρεια να διαμορφώνει τον αριθμό των κλιμακίων, και των ποσοτήτων που αντιστοιχούν σε κάθε κλιμάκιο, καθώς επίσης και την προτεινόμενη, προς την αρμόδια εγκριτική αρχή, χρέωση». Ο συνολικός σχεδιασμός γίνεται «στη βάση της αποφυγής της υπέρμετρης κατανάλωσης και εξοικονόμησης του νερού, καθώς και της διασφάλισης της κάλυψης των βιοτικών αναγκών του πληθυσμού ως προς τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης».
-Σε σχέση με το περιβαλλοντικό κόστος και το «κόστος πόρου», «οι εισπράξεις του περιβαλλοντικού τέλους καταβάλλονται υπέρ του Πράσινου Ταμείου, σε Ειδικό Λογαριασμό για την αποκλειστική χρηματοδότηση των Συμπληρωματικών Μέτρων που προβλέπονται στο Πρόγραμμα Μέτρων του εκάστοτε ΣΔΛΑΠ (Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών) διασφαλίζοντας τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του περιβαλλοντικού τέλους».