Σοφοκλέους: Ποτέ δεν ήταν τόσο φθηνή!

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να διαπιστώσει κανείς πόσο φθηνή είναι μια αγορά. Ένας από αυτούς είναι να ανατρέξει στο παρελθόν και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Τι δείχνουν οι αποτιμήσεις.

Σοφοκλέους: Ποτέ δεν ήταν τόσο φθηνή!
Μην πιάσει το μαχαίρι όταν πέφτει για να μην κοπείς, λένε ορισμένοι και μάλλον έχουν δίκιο.

Το ίδιο πιστεύουν πολλοί ότι ισχύει στις αγορές σήμερα και γι’ αυτό προτιμούν να μένουν απέξω περιμένοντας πρώτα να σταθεροποιηθούν και μετά να κινηθούν.

Αυτό κάνουν ακόμη κι αν πρόκειται να χάσουν ένα ποσοστό της ανόδου που είναι το τίμημα της αναμονής.

Με τις απώλειες του δείκτη S&P 500 από την κορυφή της αγοράς μέχρι τη χθεσινή ενδοσυνεδριακή βουτιά να ξεπερνούν το 45%, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη πτώση από τη δεκαετία του 1930, μερικοί δεν άντεξαν στον χθεσινό πειρασμό.

Στην περίπτωση της Σοφοκλέους, οι απώλειες από την κορυφή μέχρι το χαμηλότερο σημείο ξεπερνούν το 70%.

Έπειτα από μια τέτοια βουτιά θα περίμενε κάποιος ότι οι αποτιμήσεις θα είχαν πέσει κατακόρυφα και όντως δεν κάνει λάθος.

Ένας τρόπος να το διαπιστώσει κάποιος είναι να συγκρίνει τη σημερινή αποτίμηση της Σοφοκλέους με εκείνη των προηγούμενων χρόνων.

Αν το έκανε, θα διαπίστωνε ότι το Ρ/Ε της Σοφοκλέους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της βάσης δεδομένων της Thomson Datastream για τα φετινά κέρδη, βρίσκεται λίγο πάνω από το 6%.

Σε αυτά τα επίπεδα, η Σοφοκλέους είναι 25% φθηνότερη σε σχέση με τους πανευρωπαϊκούς χρηματιστηριακούς δείκτες.

Ακόμη όμως κι αν πάει κανείς πίσω στο μακρινό 1992, δεν θα μπορέσει να βρει την ελληνική αγορά να διαπραγματεύεται σε χαμηλότερο Ρ/Ε, σύμφωνα με τις βάσεις δεδομένων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ρ/Ε της Σοφοκλέους ήταν 43,5 φορές τα προβλεπόμενα κέρδη του 2000 και ο Γενικός Δείκτης έπεσε 38,8%.

Έναν χρόνο αργότερα το Ρ/Ε είχε προσγειωθεί στις 38,1 φορές και ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε 23,5% την ίδια χρονιά.

Το Ρ/Ε συνέχισε να διολισθαίνει, φθάνοντας τις 18,5 φορές τα κέρδη του 2002, με την αγορά να υποχωρεί 32,5%. Το 2003 που αποτέλεσε την αρχή του πολύχρονου ράλι, το Ρ/Ε είχε φτάσει στο 13,4, με τον Γενικό Δείκτη να ανεβαίνει 29,5%.

Η μοναδική χρονιά που το Ρ/Ε της ελληνικής αγοράς βρέθηκε σε μονοψήφιο νούμερο, το 8,8, ήταν το 1998, όταν είχαμε την υποτίμηση της δραχμής και την είσοδό της στον μηχανισμό των σταθερών ισοτιμιών του ERM. Ο Γενικός Δείκτης κέρδισε 58,5% εκείνη τη χρονιά.

Μια ματιά στη μερισματική απόδοση της ελληνικής αγοράς αναδεικνύει μια παρόμοια εικόνα. Η μερισματική της απόδοση εκτιμάται ότι είναι μεγαλύτερη του 7,5%, δηλαδή δύο ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την αντίστοιχη πανευρωπαϊκή.

Ακόμη όμως κι αν ψάξει κανείς τα προηγούμενα χρόνια μέχρι το 1993 δεν θα βρει άλλη χρονιά όπου η μερισματική απόδοση ήταν υψηλότερη από την τωρινή. Το επόμενο έτος με τη μεγαλύτερη απόδοση ήταν το 1998 με 4,8%.

Όμως, η φετινή χρονιά έχει επίσης άλλη μία πρωτιά.

Είναι εκείνη όπου η απόδοση των μετοχών είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την απόδοση των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Η διαφορά μεταξύ των δύο φτάνει η ξεπερνά το 11% και δεν συναντάται ξανά από το 1995 όπου υπάρχουν στοιχεία.

Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να πείσει κάποιον να αγοράσει μετοχές αν θεωρεί ότι μπορεί να τις βρει πιο φθηνά αργότερα.

Όμως, η ιστορία των αποτιμήσεων είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί εύκολα.

Dr. Money

[email protected]  

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v