Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Aλήθεια και ψέματα για τις τράπεζες!

Οι ελληνικές τράπεζες αδίκησαν εαυτόν με τη μυστικοπάθεια που επέδειξαν στο θέμα της Lehman. Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να χρεώνονται μέσω φημών αμαρτίες που δεν έχουν.

Aλήθεια και ψέματα για τις τράπεζες!
Η χρεοκοπία της Lehman Brothers Holding απέδειξε ότι όλοι, από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Λονδίνο, την Αθήνα, τη Μόσχα και το Χονγκ Κονγκ ζούμε πλέον σε ένα παγκοσμιοποιημένο χωριό.

Τα ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια και δομημένα προϊόντα που εξέδωσε η Lehman είχαν πουληθεί σε ιδιώτες, αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστικές εταιρίες, hedge funds και τράπεζες στις πέντε ηπείρους.

Όμως, η υπόθεση της Lehman αποκάλυψε επίσης διαφορετικές νοοτροπίες, πολιτικές επικοινωνίας και διαφάνειας των τραπεζών από χώρα σε χώρα.

Σ’ αυτή την υπόθεση οι ελληνικές τράπεζες έπαιξαν κι έχασαν, γιατί, αν και είχαν πολύ λιγότερα να φοβηθούν σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές που είχαν πολλαπλάσιας αξίας χρεόγραφα της Lehman στα βιβλία τους, δεν έκαναν ευθύς εξαρχής αυτό που έπρεπε.

Κοινώς, να βγουν και να δηλώσουν τι έκθεση είχαν οι ίδιες, τα αμοιβαία και οι πελάτες τους σε επενδυτικά προϊόντα και χρεόγραφα της Lehman, όπως έκαναν άλλες τράπεζες της Γηραιάς Ηπείρου.

Χρειάστηκε να πάρει το θέμα διαστάσεις στα ΜΜΕ για να κάνουν μερικές τουλάχιστον το αυτονόητο, έχοντας πληγώσει προηγουμένως την αξιοπιστία τους.

Όμως, ο ανωτέρω λανθασμένος χειρισμός του θέματος της Lehman από τις ελληνικές τράπεζες δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο αντίθετο άκρο και στην υιοθέτηση φημών που δεν ανταποκρίνονται πολλές φορές στην πραγματικότητα.

Ο κίνδυνος σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι η φήμη, ακόμη κι αν είναι ανυπόστατη, δημιουργεί μερικές φορές τέτοια δυναμική που στο τέλος μπορεί να επιβεβαιωθεί.

Οι φήμες ότι μερικές ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία.

Από τη στιγμή που κανένας άλλος, πλην των ιδίων των διοικήσεών τους και μερικών ακόμη στελεχών τους, δεν έχει πραγματική εικόνα της κατάστασης κάθε μίας, οι φήμες θα πρέπει να εκπορεύονται από τρεις πηγές.

Πρώτον, από τα ίδια τα πρωτοκλασάτα στελέχη τους. Όμως, ο μόνος λόγος για να κάνουν κάτι τέτοιο θα ήταν να προκαλέσουν κακό στην τράπεζά τους και κατά συνέπεια στον εαυτό τους, αφού θα κινδύνευαν το μπόνους και η θέση τους.

Δεύτερον, από την Τράπεζα της Ελλάδος που έχει ιδίαν εικόνα των αναγκών ρευστότητας όλων των τραπεζών. Αν και δεν πρόκειται για την κεντρική τράπεζα στην ευρωζώνη με τις λιγότερες διαρροές, θα ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θέλει να «σκάσει» στα χέρια της κάποια τράπεζα και να χρεωθεί εν μέρει την κατάρρευση.

Τρίτον, από στελέχη άλλων τραπεζών, συνήθως ανταγωνιστικών, που γνωρίζουν τους όρους δανεισμού είτε στην αγορά χονδρικής, είτε στη διατραπεζική αγορά, είτε στην εγχώρια αγορά καταθέσεων.

Η τρίτη είναι η πιθανότερη πηγή των φημών. Όμως, εδώ θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί μια τράπεζα πληρώνει ετήσιο επιτόκιο 7% ή υψηλότερο για μια μεγάλη τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση.

Το κάνει γιατί έχει άμεση ανάγκη ρευστότητας, π.χ. λόγω λήξεων χρεογράφων ή προθεσμιακών καταθέσεων, ή για λόγους πρόνοιας, κοινώς για να έχει την επιπλέον ακριβή ρευστότητα όταν και αν τη χρειαστεί στο μέλλον για τους οποιουσδήποτε λόγους;

Η λογική απάντηση είναι ότι το κάνουν πρωτίστως για λόγους πρόνοιας, κοινώς για να έχουν πριν πεινάσουν.

Φυσικά, όλες οι τράπεζες δεν είναι ίδιες.

Άλλες, όπως η Εθνική, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (Τ.Τ.), η ΑΤΕbank και οι μεγάλες κυπριακές έχουν μεγαλύτερη άνεση σε θέματα ρευστότητας σε σχέση με άλλες.

Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται εύκολα από τον δείκτη χορηγήσεων προς αποταμιεύσεις που είναι χαμηλότερος του 100%, τουλάχιστον με βάση τα στοιχεία εξαμήνου.

Στην περίπτωση της Εθνικής ήταν 94% στα τέλη Ιουνίου και της ΑΤΕbank 84%, ενώ της Marfin Popular Bank (MPB) ήταν 89%.

Άλλες μεγάλες τράπεζες όπως η Eurobank, η Πειραιώς και η Αlpha Bank και πιθανόν κάποια μικρότερη τράπεζα ή τράπεζες δεν έχουν το ίδιο μεγάλη καταθετική βάση σε σχέση με τις χορηγήσεις τους.

Υπο αυτή την έννοια μειονεκτούν σε σχέση με την Εθνική, το Τ.Τ., την ΑΤΕbank και τις άλλες.

Ο λόγος δανείων προς χορηγήσεις ήταν στο 120% για τη Eurobank, 125% για την Alpha και 121% για την Τράπεζα Πειραιώς στα τέλη Ιουνίου.

Η Eurobank και η Τράπεζα Πειραιώς ήταν σαφώς πιο επιθετικές στη συγκέντρωση καταθέσεων τους πρώτους 6 μήνες κι αυτό μεταφράστηκε αφενός σε μεγαλύτερα ποσά νέων καταθέσεων και αφετέρου σε υψηλότερο κόστος.

Η Eurobank προσέλκυσε νέες καταθέσεις ύψους 7,7 δισ. ευρώ, ενώ έδωσε νέα δάνεια ύψους 7 δισ. το διάστημα Ιανουαρίου - Ιουνίου. Επιπλέον, η τράπεζα είχε πρόσβαση σε επιπλέον ρευστότητα ύψους 4,5 δισ. ευρώ.

Η επίσης επιθετική Τράπεζα Πειραιώς προσέλκυσε νέες καταθέσεις ύψους 5,6 δισ. ευρώ, όσα ήταν και τα νέα δάνεια που χορήγησε ο όμιλος. Σύμφωνα με την τράπεζα, η ίδια είχε πρόσβαση σε επιπλέον ρευστότητα που ξεπερνούσε τα 3 δισ. ευρώ.

Αντίθετα, η Alpha Bank ακολούθησε πιο συντηρητική πολιτική στο θέμα των καταθέσεων και βασίστηκε περισσότερο στην έκδοση χρεογράφων για να χρηματοδοτήσει την αύξηση των δανείων.

Παρ’ όλα αυτά στα τέλη Ιουνίου η Alpha είχε εξασφαλίσει χρηματοδότηση και κεφάλαια για το 87% του προβλεπόμενου ετήσιου προγράμματος δανεισμού. Επιπλέον, είχε πρόσβαση στο πρόγραμμα εγγυημένων ομολογιών ύψους 8 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 2 δισ. έχουν αξιοποιηθεί. Σημειώνεται ότι η νέα χρηματοδότηση αντιστοιχούσε στο 145% των νέων δανείων που δόθηκαν το πρώτο εξάμηνο.

Ούτε η δυστοκία που παρατηρείται στη διατραπεζική αγορά του ευρώ είναι λόγος για να δικαιολογεί πανικό από τη στιγμή που ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών από άλλες ευρωπαϊκές εκτιμάται ότι είναι χαμηλότερος των 10 δισ. ευρώ.

Αν μη τι άλλο, η ιστορία της Lehman απέδειξε ότι ακόμη και τράπεζες που βαθμολογούνται με ΑΑΑ από τους διεθνείς οργανισμούς αξιολόγησης και διαθέτουν πρόσβαση σε ρευστότητα δεν είναι άτρωτες αν μπουν στο μάτι των αγορών.

Όμως, η αντίστροφη μέτρηση τόσο για τη Lehman όσο και για τις άλλες ξένες τράπεζες όπως η Fortis, η HBOS, η Wachovia στις ΗΠΑ συνδέθηκε με μεγάλες απώλειες που προήλθαν από συγκεκριμένες τοποθετήσεις σε «τοξικά» χρεόγραφα και πανάκριβες εξαγορές σε λάθος τράπεζες.

Στην περίπτωση της HBOS, o δείκτης δανείων προς καταθέσεις ανερχόταν στο 180% και η τράπεζα είχε μεγάλη έκθεση στο εμπορικό real estate.

Όποιος κι αν ήταν ο λόγος δεν παρατηρείται κάτι αντίστοιχο στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση.

Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ακριβό κόστος χρήματος που είναι επιπλέον δυσεύρετο θα πληγώσει την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, ακόμη κι εκείνων με τις πολλές καταθέσεις.

Όμως, θα πρέπει να συμπέσουν αρκετά ατυχή γεγονότα μαζί για να προκύψει πρόβλημα ρευστότητας σε κάποια εξ αυτών, με πιθανότερη υποψήφια σ’ αυτή την περίπτωση κάποια μικρή τράπεζα.

Dr. Money 

[email protected] 

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v