Εκ φύσεως, οι αναλυτές των μετοχών οι οποίοι δουλεύουν για μεγάλους ξένους οίκους όπως της Goldman Sachs, της JPMorgan Chase, της BoFA κ.λπ. έχουν την τάση να μεροληπτούν υπέρ μιας ανοδικής αγοράς.
Γι’ αυτό τον λόγο δεν είναι συνηθισμένο να βγαίνει o David Costin, στρατηγικός αναλυτής για μετοχές της Goldman Sachs (GS), και να προβλέπει ότι η μέση ετήσια απόδοση του χρηματιστηριακού δείκτη S&P 500 θα κυμανθεί μεταξύ -1% (κακό σενάριο) και 7% (αισιόδοξο σενάριο) την επόμενη δεκαετία. Η μέση απόδοση διαμορφώνεται κοντά στο 3%.
Οι ακριβές αποτιμήσεις των μετοχών σε ιστορική βάση και η μεγάλη συγκέντρωση του S&P 500 σε λίγες μεγάλες μετοχές έπαιξαν ρόλο στη δυσμενή πρόβλεψη της Goldman Sachs για τα επόμενα 10 χρόνια. Ειδικότερα, οι ανησυχίες για τη μεγάλη συγκέντρωση των τεχνολογικών εταιρειών, π.χ. οι magnificent 7, στον δείκτη S&P 500 συνδέονται με την υποτίμηση των δυσκολιών που θα έχουν αυτές οι εταιρείες να διατηρήσουν το σημερινό ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα.
Οι διαφωνούντες εξέφρασαν άμεσα τη διαφωνία τους. Ο Ed Yardeni, βετεράνος της Wall Street και εκείνος ο οποίος το 2020 χρησιμοποίησε τον όρο «Βρυχώμενα 2020s» για να περιγράψει τη δεκαετία που διανύουμε, αντιγράφοντας τον όρο «Roaring 1920s», παρατήρησε ότι μια μέση απόδοση 11% ήταν πιο πιθανή, αν συμπεριληφθούν τα μερίσματα.
Για τον Yardeni, η άνθιση της τεχνολογίας θα αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητα και θα τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη, ενισχύοντας τα εταιρικά περιθώρια κέρδους και διατηρώντας τον πληθωρισμό υπό έλεγχο. Τα μεγάλα ρίσκα είναι η εσωτερική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ μετά τις εκλογές και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι.
Οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων συμφωνούν με τον Yardeni και τους αισιόδοξους, προεξοφλώντας αποφυγή της ύφεσης, λιγότερες μειώσεις επιτοκίων από τη Fed και Τραμπ Νο 2 όπως παρατηρεί ο Phil Rosen, συνιδρυτής του ενημερωτικού δελτίου Open Bell Daily.
Κατά την ταπεινή μας άποψη, θα ήταν λάθος να προσπεράσουμε τους ανωτέρω προβληματισμούς στην Ελλάδα. Όχι μόνο γιατί όταν φτερνίζεται η Wall Street, κρυολογεί ο υπόλοιπος κόσμος όπως λέει το ρητό.
Ο βασικός λόγος είναι ότι η Ελλάδα και το Χρηματιστήριο Αθηνών δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο επενδυτικό στόρι να επιδείξουν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, συνήθως οι μικρές αγορές ακολουθούν με κάποιες διακυμάνσεις τις μεγάλες και κυρίως τη Wall Street.
Είναι ασφαλώς θετικό ότι η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό αρκετά υψηλότερο του μέσου ρυθμού στην ευρωζώνη την επόμενη διετία ή τριετία. Όμως, αυτό έχει σε σημαντικό βαθμό ενσωματωθεί στις τιμές των μετοχών. Δεν αποτελεί έκπληξη.
Αντίθετα, αρκετοί εκφράζουν αμφιβολίες για τη διατηρησιμότητα του υψηλότερου ρυθμού ανάπτυξης της Ελλάδας μετά το 2027, με δεδομένο ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν έχει αναδιαρθρωθεί στον επιθυμητό βαθμό παρά την πρόοδο που έχει καταγραφεί, π.χ. εξαγωγές.
Αν λοιπόν ο ελληνικός ρυθμός ανάπτυξης προσγειωθεί στο 1%-1,5%, που είναι ο μέσος όρος των τελευταίων 40 και πλέον χρόνων, η αύξηση της κερδοφορίας των εισηγμένων εταιρειών δεν θα είναι λογικά μεγάλη. Επομένως, η πορεία της Wall Street και των άλλων ευρωπαϊκών αγορών θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό την πορεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών εκείνη την περίοδο.
Υπό αυτή την έννοια, οι προβλέψεις του David Kostin της GS έχουν σημασία για την Αθήνα. Ιδίως, αν βγουν αληθινές.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.