Μερικές φορές, η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Θα μπορούσε να επαναληφθεί το 2023;
Τα σύννεφα στον χρηματοοικονομικό ορίζοντα είχαν συσσωρευτεί το καλοκαίρι του 2008 για όσους τα έβλεπαν. Όμως, η ΕΚΤ και ο τότε πρόεδρός της Ζαν Κλοντ Τρισέ είχαν επικεντρώσει την προσοχή τους αλλού. Στην άνοδο του πληθωρισμού στην ευρωζώνη και ιδίως στη Γερμανία, που τροφοδοτούσαν οι υψηλές τιμές του πετρελαίου. Η τιμή του μαύρου χρυσού βρισκόταν πάνω από τα 160 δολάρια το βαρέλι τον Ιούνιο του 2008 από 117 δολάρια τον Δεκέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Ήταν το αποκορύφωμα μιας ανοδικής πορείας η οποία ξεκίνησε από τα 28 δολάρια στα τέλη του 2001, μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη (9/11). Η συνέχεια είναι γνωστή, με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers το φθινόπωρο και όσα ακολούθησαν.
Δεν ήταν το μοναδικό σημαντικό λάθος της ΕΚΤ. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 7 Απριλίου του 2011, με την Ελλάδα σε μνημόνιο, το ΔΣ της ΕΚΤ αγνόησε την απόφαση της Πορτογαλίας να ζητήσει έκτακτο δάνειο διάσωσης από την ευρωζώνη μια μέρα νωρίτερα, δηλ. την Τετάρτη, και προχώρησε στην πρώτη αύξηση επιτοκίων κατά 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας από το 2008. Ο κ. Τρισέ, ακόμη μια φορά, επικαλέσθηκε τους κινδύνους από την αύξηση του πληθωρισμού για να δικαιολογήσει την κίνηση και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο μιας νέας αύξησης επιτοκίων αργότερα, γιατί η «νομισματική πολιτική είναι ακόμη χαλαρή». Πράγματι, έκανε πράξη τα λεγόμενά του μερικούς μήνες αργότερα, προχωρώντας σε νέα αύξηση επιτοκίων. Κι όλα αυτά παρότι η Τράπεζα της Αγγλίας άφησε τα επιτόκιά της αμετάβλητα και η Ελλάδα μαζί με την Πορτογαλία και την Ιρλανδία βρίσκονταν σε ύφεση και στη δίνη της κρίσης χρέους.
Ας έλθουμε στον Σεπτέμβριο του 2023. Η ΕΚΤ ανέβασε τα επιτόκια παρέμβασης για 10η συνεχόμενη φορά από τον Ιούλιο του 2022 στα υψηλότερα επίπεδα από την ίδρυσή της παρά την υποβάθμιση των προβλέψεών της για τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης στο 0,7% φέτος και 1% το 2024, έναντι 0,9% και 1,5% αντίστοιχα προηγουμένως. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ αναβάθμισε τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό σε 5,6% φέτος και 3,2% το 2024. Με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,5%, τα πραγματικά επιτόκια, δηλ. η διαφορά του επιτοκίου παρέμβασης από τον πληθωρισμό, είναι θετικά σε 12μηνη βάση. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου, αν και δεν συνηθίζεται. Εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν η υποχώρηση του ευρώ έναντι του γουάν, παρότι η ΕΚΤ ακολουθεί πιο αυστηρή νομισματική πολιτική σε σύγκριση με την πιο χαλαρή Κεντρική Τράπεζα της Κίνας. Προφανώς, η υποχώρηση του ευρώ δεν βοηθά την ΕΚΤ στη μάχη εναντίον του πληθωρισμού ενώ τα υψηλότερα επιτόκια υπονομεύουν τον ρυθμό ανάπτυξης.
Με την αμερικανική οικονομία να μην έχει την πρότερη δυναμική, την κατάσταση στην Κίνα να χειροτερεύει και την εγχώρια ζήτηση στην ευρωζώνη να αποδυναμώνεται, η δέσμευση της ΕΚΤ να διατηρήσει τα επιτόκια υψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χάνει σε αξιοπιστία. Όπως κι αν το δει κάποιος, η τελευταία αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ προβληματίζει, γιατί φέρνει στο νου τα λάθη του 2008 και του 2011, με κοινό υπόβαθρο την αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.