Το ελληνικό οικονομικό οξύμωρο

Πίσω από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη χρονιά κρύβεται μια διαχρονική κατάσταση για την οποία το πολιτικό σύστημα και πολλοί πολίτες σφυρίζουν αδιάφορα. Ίσως γιατί βολεύει πολλούς.

Το ελληνικό οικονομικό οξύμωρο

Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, το 2022, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε μ’ έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς στην ευρωζώνη, υπεραντισταθμίζοντας τις απώλειες από την καθίζηση του ΑΕΠ τη χρονιά της πανδημίας, δηλαδή το 2020. Επιπλέον, έθεσε τις βάσεις για ένα καλύτερο 1ο τρίμηνο το 2023. Υπενθυμίζουμε ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σκαρφάλωσε στα 208 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές πέρυσι. Το ΑΕΠ έλαβε ώθηση από τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών (τουρισμός) που αυξήθηκαν κατά 36,5% στα 101,4 δισ. ευρώ, τις επενδύσεις κατά 35% στα 44,5 δισ. και τέλος, την τελική καταναλωτική δαπάνη κατά 12,5% στα 181 δισ. ευρώ.

Για όσους πιστεύουν ότι η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μετασχηματισθεί και να γίνει πιο εξωστρεφής, τα νούμερα θα πρέπει να πρόσφεραν ικανοποίηση. Οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατακόρυφα, κατακτώντας μεγαλύτερο μερίδιο στο ΑΕΠ. Οι επενδύσεις ανήλθαν στο 21,25% του ΑΕΠ μετά από πολλά χρόνια και οι εξαγωγές στο 49% του ΑΕΠ, που πρέπει να αποτελεί ρεκόρ δεκαετιών. Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 37%, δείχνοντας ότι υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μέχρις ότου η παραγωγική βάση της οικονομίας φθάσει στο σημείο να καλύπτει σε ικανοποιητικό βαθμό τις καταναλωτικές συνήθειες των Νεοελλήνων.

Όμως, η στήλη θα ήθελε να σταθεί σε κάτι άλλο. Στην εντυπωσιακή αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 16% περίπου στα 143 δισ. ευρώ πέρυσι, παρά το γεγονός ότι ο μέσος πληθωρισμός ξεπέρασε το 9%. Η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών φαντάζει ακόμη πιο εντυπωσιακή, αν σκεφθεί κάποιος ότι οι αυξήσεις των τιμών σε είδη ευρείας κατανάλωσης όπως  τα τρόφιμα και τα γαλακτοκομικά ξεπέρασαν το 18% κατά μέσο όρο. Είναι προφανές ότι η αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας στις οποίες περιλαμβάνεται η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 5,5% περίπου συνέβαλε στην αυξημένη καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών. Το  ίδιο ισχύει με την αύξηση της απασχόλησης.

Και πάλι, η μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης δεν εξηγείται πλήρως. Θα περίμενε κάποιος ότι η μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών θα εξηγούσε εν μέρει γιατί αυξήθηκε η κατανάλωσή τους. Όμως, το αντίθετο συνέβη. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων αυξήθηκαν κατά 6 δισ. ευρώ σε 141,1 δισ. ευρώ στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, από 135,1 δισ. τον Δεκέμβριο του 2021. Έχουμε δηλαδή διψήφια αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, που συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, αρκετά μικρότερη αύξηση αμοιβών και ταυτόχρονα αύξηση των καταθέσεών τους.

Η μοναδική λογική εξήγηση που μπορεί να δοθεί στο φαινομενικά οικονομικό οξύμωρο είναι ότι υπήρξε έξαρση του εθνικού σπορ της φοροδιαφυγής το 2022. Οι προσπάθειες των επίσημων φορολογικών αρχών για τη σύλληψή της μπορεί να συνεχίζονται, όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι απέχουν πολύ ακόμη από τον ουσιαστικό περιορισμό της. Αν όμως οι περισσότεροι πολίτες δεν πληρώνουν, έστω και λίγο φόρο, γιατί να ενδιαφερθούν πού ξοδεύουν οι πολιτικοί τα φορολογικά έσοδα;     

Η ιστορία διδάσκει ότι η επιδεικνυόμενη ανοχή δεν θα έχει καλή κατάληξη για τους συνεπείς φορολογούμενους. Όμως, ποιος νοιάζεται γι’ αυτούς; 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v