Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα μέσα στην πανδημία, αν και οι ξένοι επενδυτές είναι καθαροί πωλητές επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι αγοραστής, σύμφωνα με το IIF (Institute of International Finance). Το τελευταίο εξηγεί γιατί οι αποδόσεις έχουν μεν πέσει αρκετά, αλλά η διαφορά απόδοσης (spread) που χωρίζει τα ελληνικά από τα γερμανικά ομόλογα έχει διευρυνθεί.
Όμως, αυτό το σκηνικό πιθανόν θα αλλάξει σε κάποιο σημείο την επόμενη χρονιά, με την ΕΚΤ να μην αγοράζει ελληνικά ομόλογα. Χθεσινό στόρι του Bloomberg αναφέρει ότι η έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας θα διατηρήσει τα ελληνικά ομόλογα εκτός του κλασικού προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, σύμφωνα με πηγές του πρακτορείου. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να μετακυλίσει στο μέλλον τα ομόλογα που αγόρασε στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγορών για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας (PEPP) και λήγουν, για να έχει περισσότερη ευελιξία.
Ω γνωστόν η Ελλάδα βρίσκεται δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική κατηγορία και κυβερνητικά στελέχη ελπίζουν ότι οι προβλεπόμενοι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών και το συμμάζεμα των δημόσιων οικονομικών το 2022 θα οδηγήσει σε μια τουλάχιστον αναβάθμιση, είτε το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου είτε το 2023. Προς την ίδια κατεύθυνση εκτιμούν ότι θα βοηθήσει το προφίλ του ελληνικού χρέους με τα «κλειδωμένα» σταθερά επιτόκια δανεισμού για μια δεκαετία περίπου και το υψηλό απόθεμα ρευστότητας.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί στην αγορά θεωρούν ότι οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης δεν θα προβούν σε αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, αν δεν ξεκαθαρίσει το θέμα των εκλογών. Είναι ο παράγοντας «πολιτικό ρίσκο» με την αδύναμη κυβέρνηση, στον οποίο έχει αναφερθεί η στήλη στο παρελθόν.
Με τον πληθωρισμό να επιμένει σε υψηλά επίπεδα και παρά την άρνηση της κας Λαγκάρντ να αυξήσει τα επιτόκια παρέμβασης, η ΕΚΤ αναμένεται να περιορίσει αισθητά τις αγορές ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Η κίνηση αναμένεται να δώσει ώθηση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας ενώ θα φανεί επίσης στα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών και των επιχειρήσεων.
Φυσικά, η κυβέρνηση ποντάρει πολλά στον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, για να μειωθεί ο λόγος χρέους και κρατικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ το 2022 και τα επόμενα χρόνια. Όμως, η Ελλάδα δεν απέφυγε τη χρεοκοπία το 2012, παρότι αναπτυσσόταν με ρυθμό πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης την περίοδο 2000-2009, όπως μας υπενθύμισε άτομο της αγοράς πρόσφατα. Εκείνα που την οδήγησαν στη χρεοκοπία, ξεκινώντας από πολύ χαμηλότερο λόγο χρέους προς το ΑΕΠ αλλά και υψηλότερες ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, ήταν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και η συνεχής συσσώρευση χρέους. Αυτό δηλ. που έγινε τη διετία 2020-2021 λόγω κυρίως της πανδημίας.
Υπό αυτή την έννοια, η ώρα της κρίσεως κοντοζυγώνει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.