Ο υγιής ανταγωνισμός είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας σε αρκετούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Αποτελεί κόκκινο πανί για πάσης φύσεως ολιγάρχες ή/και συνδικαλιστές καθώς δεν θέλουν να χάσουν τη δεσπόζουσα θέση τους και τα προνόμιά τους. Συμμάχους έχουν όλους τους παρατρεχάμενούς τους στην πολιτική, στη δικαιοσύνη και γενικά σε κάθε έκφανση της ζωής της χώρας.
Ανάμεσα στους κλάδους που δεν λειτουργεί ικανοποιητικά ο ανταγωνισμός είναι η αγορά ηλεκτρικού ρεύματος. Η Ελλάδα δεν μπορεί ασφαλώς να αποτρέψει τη μεγάλη άνοδο των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου, που εν μέρει οφείλονται σε γεωπολιτικά παίγνια, ούτε τις υψηλότερες τιμές των δικαιωμάτων ρύπων, που καθιστούν τον λιγνίτη πολύ ακριβό. Όμως, δεν είναι δείγμα υγιούς αγοράς όταν οι εταιρείες δεν μειώνουν τις τιμές λιανικής, όταν η τιμή χονδρικής του ρεύματος καταρρέει, αλλά σπεύδουν να το κάνουν όταν η τιμή χονδρικής ανεβαίνει.
Το 2020, η ΔΕΗ πουλούσε το μεγαβάτ προς 160 ευρώ στα νοικοκυριά, παρότι η χονδρεμπορική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος είχε πέσει στα 30 ευρώ κάποια στιγμή και ο μέσος όρος της τιμής του 6μήνου στα 40 ευρώ. Από την πλευρά τους, οι ιδιώτες ανταγωνιστές της πρόσφεραν λελογισμένες εκπτώσεις για να κερδίσουν μερίδιο αγοράς από τη ΔEΗ. Φέτος, η τιμή της χονδρεμπορικής έχει εκτοξευθεί στα 200-300 ευρώ η μεγαβατώρα και οι τιμές λιανικής που χρεώνουν οι προμηθευτές ανεβαίνουν.
Ο κ. Μιχ. Στασινόπουλος αναφέρθηκε χθες στο ίδιο θέμα, μιλώντας για κίνδυνο περιορισμού της παραγωγής ή αναστολή λειτουργίας κάποιων επιχειρήσεων. Ο ίδιος υπαινίχθηκε πως οι παραγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος από φυσικό αέριο προτιμούν να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη παρά να περάσουν χαμηλότερες τιμές στη βιομηχανία. Η σημαντική αύξηση του ενεργειακού κόστους ωθεί το κόστος μεταφοράς προς τα πάνω και έχει αντίκτυπο σε μια σειρά από αγαθά των οποίων οι τιμές ανεβαίνουν, πλήττοντας το εισόδημα των νοικοκυριών.
Η κυβέρνηση έχει λάβει μέτρα, π.χ. επιδότηση, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Όμως, όλα δείχνουν πως θα χρειασθούν κι άλλα. Είναι λοιπόν επόμενο να σκέφτονται οι ιθύνοντες τις επιπτώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, με δεδομένο το υψηλό δημόσιο χρέος. Φυσικά, τα πράγματα θα ήταν πιο ρόδινα, αν η χώρα μείωνε τις απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ που ξεπερνούσαν τα 5 δισ. ευρώ το 2019, σύμφωνα με την Κομισιόν.
Η αύξηση του ΑΕΠ, λαμβάνοντας κυρίως ώθηση από την υλοποίηση των πρότζεκτ που έχουν ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης, είναι μια διέξοδος. Όμως, κι εδώ υπάρχουν ερωτήματα.
Ο βιομήχανος κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος τα διετύπωσε δημοσίως πρόσφατα, λέγοντας: «Φοβάμαι ότι έχουμε ακουμπήσει πολλές από τις ελπίδες μας στο Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο θα απευθυνθεί σε μεγάλους οργανισμούς. Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν μπορεί να λειτουργήσει για τον ιδιωτικό τομέα». Αναφερόμενος στο κύμα ανατιμήσεων, ο ίδιος ανέφερε ότι «δεν γίνεται οι επιχειρήσεις να μην ανεβάσουν τις τιμές τους 10%», και εκτίμησε ότι θα ζήσουμε με πληθωρισμό τα επόμενα χρόνια.
Ρίχνοντας μια ματιά σ’ αυτά που γίνονται και αυτά που θα γίνουν, διαβλέπει μεν κάποιος προσπάθειες βελτίωσης σε κάποιους τομείς, όμως η μεγάλη εικόνα δεν αλλάζει. Για να φτιάξεις ομελέτα, θα πρέπει να σπάσεις αβγά, λέει ο λαός. Σε μια χώρα που το πολιτικό, το δικαστικό και το επιχειρηματικό κατεστημένο δεν θέλει να ξεβολευτεί, αυτό δεν είναι εύκολο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.