Σε κάποιες χώρες όπως η Γερμανία, πολιτικά κόμματα από διάφορους ιδεολογικούς χώρους μπορούν να συνεργασθούν για να σχηματίσουν κυβέρνηση με βάση μια λεπτομερή προγραμματική συμφωνία στην οποία καταλήγουν μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις. Σ’ αυτές τις χώρες, οι συνεργασίες πολιτικών κομμάτων δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός. Το πολιτικό σύστημα είναι συνεργατικό και τις ευνοεί.
Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα λειτουργεί διαφορετικά, βασιζόμενο κυρίως στην αντιπαλότητα. Κι αν ποτέ κάποια κόμματα αναγκασθούν να συνεργασθούν, αυτό γίνεται συνήθως με κανόνες του τύπου εγώ 3 διορισμούς, εσύ 2 και ο τρίτος 1.
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος έχει «εκπαιδευθεί» να περιμένει από τα κόμματα να διαφωνούν. Αν συμφωνούν σε κάποιο κύριο θέμα ή θέματα, αυτό εκλαμβάνεται από αρκετούς πολίτες ως ένδειξη πως τα έχουν βρει και δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Είναι λοιπόν λογικό να θέλουν τα κόμματα να διαφοροποιηθούν, αν θέλουν να μην περιθωριοποιηθούν. Και φυσικά τάζουν από απλά μέχρι παράλογα πράγματα για να προσελκύσουν περισσότερες ψήφους και να ανέβουν στην εξουσία, χωρίς να πιέζονται να αποδείξουν από πού θα βρουν τα λεφτά για τις αυξήσεις κρατικών δαπανών ή /και μειώσεις φόρων που υπόσχονται.
Συνήθως, η λέξη-κλειδί είναι το «κοστολογημένα». Λένε «κοστολογημένα μέτρα» και ξεμπερδεύουν. Ποιοι τα κοστολόγησαν, τι αποτελεσματικότητα μπορεί να έχουν τα μέτρα, είναι απλές λεπτομέρειες, γιατην ενδεχόμενη επιβάρυνση στο χρέος. Αυτά δεν μπορεί παρά να έρχονται στο νου αρκετών Ελλήνων και κυρίως ξένων που κοιτάζουν την Ελλάδα για επενδύσεις και εξετάζουν την παράμετρο πολιτικό ρίσκο ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών το 2022 ή το 2023.
Ακόμη κι αν τα γκάλοπ δίνουν σημαντικό προβάδισμα στο κυβερνών κόμμα και οι ίδιοι δεν ξέρουν καν τι έπαθαν όσοι έβαλαν κάπου 8 δισ. ευρώ στην Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο του 2014, για να βρεθούν με πολύ λιγότερα ένα χρόνο αργότερα.
Φυσικά, υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι η ωμή πραγματικότητα και οι όποιοι εναπομείναντες περιορισμοί στην άσκηση οικονομικής πολιτικής μαζί με το υψηλό δημόσιο χρέος δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια ελιγμών στο όποιο κόμμα ή κόμματα εξουσίας. Αυτό είναι εν μέρει σωστό, αλλά υπάρχουν παραθυράκια. Θυμίζουμε ότι Έλληνες και κοινοτικοί αξιωματούχοι (ESM) ισχυρίζονταν πρακτικά το 2019 ότι η χώρα θα μπορούσε να δαπανήσει μεγαλύτερα ποσά και να έχει χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα παρά την άνοδο του χρέους στο 185% του ΑΕΠ, γιατί τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά.
Το 2020, η Ελλάδα εμφάνισε μια από τις μεγαλύτερες βουτιές στην οικονομική δραστηριότητα, με ύφεση 9%, παρά μια από τις μεγαλύτερες πιθανόν κεϋνσιανής μορφής δημοσιονομικές ωθήσεις ως προς το ΑΕΠ στην ευρωζώνη. Το 2021 συνέχισε την ίδια περίπου επεκτατική πολιτική, με αποτέλεσμα μια από τις μεγαλύτερες ανακάμψεις στην ΟΝΕ. Τα χειρότερα αποσοβήθηκαν βραχυπρόθεσμα, όμως, η χώρα έχει μεγαλύτερο δημόσιο χρέος ενώ το παραγωγικό δυναμικό δεν ενισχύθηκε, παρά τον πακτωλό χρήματος.
Με το 2022 να είναι ουσιαστικά προεκλογική χρονιά, τη δημοσιονομική πολιτική να γίνεται πιο συσταλτική και το διεθνές περιβάλλον αβέβαιο, είναι επόμενο να αναρωτιέται κάποιος αν η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή. Κι ασφαλώς, την ίδια ερώτηση μπορεί να υποβάλλει για τα επόμενα χρόνια και ιδίως μετά το μακρινό 2026. Ο παράγοντας πολιτικό ρίσκο υπεισέρχεται σε όλα αυτά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.