Θα ήταν ποτέ δυνατόν η Ελληνική Δημοκρατία να δανείζεται με τόσο χαμηλά επιτόκια για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, αν η ΕΚΤ και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες δεν είχαν ρίξει τα επιτόκια στα βάραθρα, πλημμυρίζοντας το χρηματοοικονομικό σύστημα με χρήμα; Ρεαλιστικά, η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Φυσικά, το ίδιο ισχύει για τις άλλες χώρες και επιχειρήσεις εντός κι εκτός της ευρωζώνης.
Φυσικά, οι κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν την πολιτική των σχεδόν μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων και των μαζικών αγορών τίτλων (QΕ) για καλό σκοπό. Να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα και να ωθήσουν τον πληθωρισμό προς το 2%, ξορκίζοντας το φάντασμα του αποπληθωρισμού. Το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό μέχρι στιγμής. Οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι ικανοποιητικοί ενώ ο πληθωρισμός υπολείπεται αρκετά του 2% στην ΟΝΕ. Ακόμη, τα χαμηλά επιτόκια έχουν ενθαρρύνει την αύξηση του χρέους, που είναι δύσκολο να αποκλιμακωθεί.
Όλα αυτά δεν αποθάρρυναν τους «ταύρους» στις αγορές, που σε αντίθεση με τις «αρκούδες» δεν υποτίμησαν τη δύναμη των κεντρικών τραπεζών. Τον Ιούλιο του 2020, εν μέσω πανδημίας, ορισμένοι προέβλεπαν ένα νέο χρηματιστηριακό κραχ μετά από εκείνο του Μαρτίου. Για να υποστηρίξουν τη θέση τους, επικαλούνταν τις πολύ χαμηλές αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων, που δεν ελέγχουν οι κεντρικές τράπεζες. Με την απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου κοντά στο 0,5% και του 30ετούς λίγο κάτω από το 1,5% εκείνο το διάστημα, το μήνυμα ήταν σαφές, σύμφωνα με τη συλλογιστική τους.
Το έξυπνο χρήμα, όπως θεωρούνται οι επενδυτές σε ομόλογα, καθώς προπορεύονται των μετοχών στην πρόβλεψη της οικονομικής δραστηριότητας, έδειχναν ότι έρχεται μια δεκαετία στασιμότητας. Για να γίνουν πιο πειστικοί, επικαλούνταν κάτι που είχε πει ο Αρθουρ Σοπενχάουερ για την αλήθεια. Κοινώς, ότι περνάει από τρία στάδια. Πρώτον, γελοιοποιείται. Δεύτερον, βρίσκεται αντιμέτωπη με βίαιη αντίσταση και τρίτον, γίνεται αποδεκτή ως αυταπόδεικτη.
Οι ίδιοι θεωρούσαν ότι έλεγαν την αλήθεια, προβλέποντας νέο χρηματιστηριακό κραχ καθώς επικαλούνταν τις πολύ χαμηλές αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων. Όμως, η πραγματικότητα τους διέψευσε. Γιατί; Είχαν υποτιμήσει τη δύναμη πυρός των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων απέναντι στις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας. Δεν είχαν επίσης διαβάσει σωστά το νέο περιβάλλον στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Ποτέ ξανά στο παρελθόν, οι αλγοριθμικές στρατηγικές αγοραπωλησιών δεν είχαν τέτοιο αντίκτυπο στις αγορές και τόσα πολλά ομόλογα και μετοχές διακρατούνταν από προϊόντα παθητικής επενδυτικής σε δείκτες. Επιπλέον, ποτέ ξανά οι παγκόσμιες αγορές τίτλων και οι αγορές παραγώγων δεν ήταν τόσο πολύ συνδεδεμένες.
Όλα αυτά χρειάζονται την άπλετη ρευστότητα που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες για να λειτουργήσουν. Αν οι κεντρικές τράπεζες δεν ακολουθήσουν τις εντολές των στρεβλωμένων αγορών που οι ίδιες δημιούργησαν και μειώσουν την παροχή ρευστότητας, το οικονομικό αποτύπωμα θα είναι βαρύ. Αν όμως δεν τη μειώσουν και συνεχίσουν την ίδια πολιτική, το τίμημα θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Η ρευστότητα δίνει τον τόνο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.