Όταν σκαλίζεις παλαιότερες σημειώσεις, όλο και κάτι ανακαλύπτεις.
Θυμάστε τα διακρατικά δάνεια ύψους 52,2 δισ. ευρώ (GLF) που είχε λάβει η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 1ου μνημονίου; Είχε γίνει μεγάλη συζήτηση εκείνη την εποχή για διάφορους λόγους. Ένας ήταν η άρνηση της Σλοβακίας να συμμετάσχει, με τη δικαιολογία ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα την οποία καλείτο να διασώσει ήταν πολύ υψηλότερες σε σύγκριση με τις δικές της. Ένας άλλος λόγος και σημαντικότερος ήταν το ύψος του επιτοκίου, που ήταν ίσο με το επιτόκιο Euribor συν 300 μονάδες βάσης. Αρκετοί θεώρησαν τιμωρητικό το ύψος του επιτοκίου για δάνειο διάσωσης προς μια υπερχρεωμένη χώρα. Ακόμη κι οι θιασώτες του υψηλού επιτοκίου αντελήφθησαν γρήγορα ότι θα εξελισσόταν σε μπούμερανγκ καθώς η Ελλάδα αδυνατούσε να αντεπεξέλθει. Ξεκίνησε λοιπόν μια διαδικασία αναπροσαρμογής των όρων του GLF, η οποία κατέληξε στο επιτόκιο Euribor συν 50 μονάδες βάσης που πληρώνει η χώρα μας μαζί με τη χρονική επέκταση του δανείου.
Η στήλη έκανε την ιστορική αναδρομή για δύο λόγους. Πρώτον, για να θυμίσει τι συνέβη. Δεύτερον, γιατί η αντιστάθμιση επιτοκιακού κινδύνου (hedging) στο GLF με τη χρήση παραγώγου (IRS) που έγινε πριν από λίγα χρόνια επιτρέπει στην Ελλάδα να μειώσει τους ετήσιους τόκους κατά τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ για μια 5ετία-7ετία από το 2024 και μετά.
Η εξήγηση είναι τεχνική και γι’ αυτό θα αποφύγουμε να μπούμε σε λεπτομέρειες. Η χώρα το έκανε συνειδητά για να μειώσει το κόστος της αντιστάθμισης κινδύνου, χωρίς να δεσμεύσει μέρος των ταμειακών διαθεσίμων της, που δεν ήταν τόσο υψηλά εκείνη την εποχή. Χονδρικά, η Ελλάδα αποδέχθηκε να πληρώσει την περίοδο 2018-2020 τις χρεώσεις των τελευταίων 5 χρόνων του παραγώγου προκαταβολικά, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει μια αύξηση των τόκων κατά τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ από το 2024 έως 1,2 δισ. ευρώ, είτε λόγω αύξησης των επιτοκίων είτε λόγω αύξησης του δημόσιου χρέους που προστέθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Πρόκειται για θετική εξέλιξη, την οποία οι οίκοι αξιολόγησης θα λάβουν προφανώς υπόψη τους κατά την εξέταση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Φυσικά, δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά από μόνη της, αν δεν ανακάμψει η οικονομία και δεν ξαναμπεί η χώρα στον αστερισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων. Όμως, τουλάχιστον συμβάλλει στη σταθεροποίηση των ετήσιων τόκων κοντά στα 5,5 δισ. ευρώ για σειρά ετών, που με τη σειρά τους προσδιορίζουν το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος της Ελλάδας. Κι αυτό γιατί το τελευταίο πάει για την πληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.