Ο πληθωρισμός, δηλ. η αύξηση του μέσου επιπέδου τιμών, τείνει να γίνει είδος υπό εξαφάνιση τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα και τα τελευταία 30 με 40 χρόνια σε άλλες χώρες του κόσμου. Όμως, η πολυετής χαλαρή νομισματική πολιτική με τα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια παρέμβασης των μεγάλων κεντρικών τραπεζών όπως η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η Fed σε συνδυασμό με τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που εμφανίζουν πολλές χώρες προκαλούν ανησυχία σε αρκετούς καθώς ευνοούν την αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ωθούσε τις αποδόσεις των μακροχρόνιων ομολόγων σε υψηλότερα επίπεδα, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού κρατών και επιχειρήσεων. Με δεδομένο ότι υπάρχει εκτεταμένη υπερχρέωση, μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε χρεοκοπίες και διόρθωση ή μεγάλη βουτιά στις χρηματιστηριακές αγορές. Δεν είναι το καλύτερο σενάριο για υπερτιμημένα περιουσιακά στοιχεία και χρεόγραφα. Φυσικά, μιλάμε για επιμένοντα πληθωρισμό της τάξης του 3%-4%, που πολλοί δεν θεωρούν πιθανό λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων και της παγκοσμιοποίησης. Παρ’ όλα αυτά οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις θα ήθελαν να δουν το μέσο επίπεδο τιμών καταναλωτή να ανεβαίνει σταδιακά κοντά στο 2% και να σταθεροποιείται εκεί.
Πού θα έπρεπε να τοποθετήσουμε την Ελλάδα σ’ αυτή τη συζήτηση; Κατ’ αρχάς, ο πληθωρισμός είναι ένα είδος φόρου που μειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Αν όμως είναι αποτέλεσμα του υψηλότερου ρυθμού ανάπτυξης που συνοδεύεται από αυξήσεις παραγωγικότητας, εισοδημάτων και απασχόλησης, η αρνητική επίπτωση μπορεί να αμβλυνθεί έως εξαφανισθεί.
Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα θα ήταν από τις ωφελημένες χώρες, αν ο πληθωρισμός έπαιρνε την ανηφόρα προς το 2% για τρεις κυρίως λόγους.
Πρώτον, το ονομαστικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα αυξανόταν περισσότερο κι αυτό θα μείωνε τον λόγο χρέους και κρατικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ, βελτιώνοντας την εικόνα των δημοσιονομικών της χώρας. Το ονομαστικό ΑΕΠ είναι συνισταμένη του πληθωρισμού και του πραγματικού παραγόμενου προϊόντος.
Δεύτερον, η δομή των δημόσιων εσόδων είναι ακόμη τέτοια που εκτιμάται πως θα αυξηθούν γρήγορα, αν το ΑΕΠ πάρει την ανηφόρα. Αυτό ευνοεί τη βελτίωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού σε απόλυτα νούμερα.
Τρίτον και σημαντικό. Τα τοκοχρεολύσια που καλείται να αποπληρώσει η χώρα μέχρι το 2032 είναι χαμηλά και θα επηρεασθούν πολύ λίγο από ενδεχόμενη αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων. Κι αυτό γιατί το χρέος με κυμαινόμενο επιτόκιο έχει μετατραπεί σε σταθερό για την επόμενη δεκαετία περίπου μέσω πράξεων σε swaps.
Υπό αυτή την έννοια, η Ελλάδα θα επηρεαστεί λιγότερο από άλλες χώρες της ευρωζώνης από ενδεχόμενη άνοδο των τιμών στα επιθυμητά επίπεδα και πιθανόν να βγει κερδισμένη. Φυσικά, η χώρα έχει ακόμη δρόμο να διανύσει, από τη στιγμή που ο μέσος Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή κατέγραψε μείωση 1,2% την προηγούμενη χρονιά έναντι του 2019, ενώ η ευρωζώνη των 19 κατέγραψε αποπληθωρισμό -0,27%. Η πτωτική τάση στις τιμές καταναλωτή στην Ελλάδα διατηρήθηκε το πρώτο δίμηνο του 2021, με τον Γενικό Δείκτη Καταναλωτή να υποχωρεί 1,3% τον Φεβρουάριο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.