Εκ πρώτης όψεως, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αντιφατική. Από τη μια πλευρά, καταγράφει την 3η μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρωζώνη το 2020, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 8,2%. Από την άλλη, η χώρα καταγράφει μια από τις καλύτερες επιδόσεις στο μέτωπο της ανεργίας την ίδια χρονιά παρά τα lockdowns, υπό την έννοια ότι είδε το ποσοστό να μειώνεται, αν και συναγωνίζεται την Ισπανία για την πρώτη θέση.
Πιο συγκεκριμένα, οι άνεργοι μειώθηκαν στις 726 χιλ. περίπου τον περασμένο Δεκέμβριο έναντι 759 χιλ. περίπου τον Δεκέμβριο του 2019, οδηγώντας το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα στο 15,8% έναντι 16,4% τον Δεκέμβριο του 2019, σύμφωνα με την Ερευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ.
Κάποιοι ίσως ισχυρισθούν ότι αυτό συνδέεται με την αύξηση του μη ενεργού πληθυσμού που δεν έχει δουλειά και δεν αναζητά εργασία. Σωστά, αλλά και πάλι η επίδοση είναι από τις καλύτερες. Αλλοι ίσως παρατηρήσουν ότι οι εργαζόμενοι σε αναστολή μέχρι 3 μήνες ή όσοι λαμβάνουν πάνω από το 50% των αποδοχών τους λογίζονται ως απασχολούμενοι. Και πάλι σωστό, αλλά ο ίδιος κανόνας ισχύει για όλες τις χώρες της ΕΕ.
Πάντως, ένας τομέας που η Ελλάδα τα πάει καλά και συμβαδίζει με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης είναι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς αβγατίζουν. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά τουλάχιστον 11 δισ. ευρώ το 2020 καθώς οι περισσότεροι προτίμησαν να μειώσουν τις καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες εν μέσω πανδημίας και απαγορευτικών, είτε λόγω αβεβαιότητας για το μέλλον είτε γιατί απλά δεν μπορούσαν.
Τόσο ο υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας όσο κι άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν εκφράσει την ελπίδα/εκτίμηση ότι ένα σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων θα διοχετευθεί στην κατανάλωση, δίνοντας ώθηση στην οικονομία, όταν επανέλθει η κανονικότητα.
Πράγματι, αυτό μπορεί να συμβεί.
Ομως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ένα μέρος θα διοχετευθεί στις αγορές εισαγόμενων καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών καθώς η παραγωγική βάση της χώρας δεν μπορεί να ικανοποιήσει το καταναλωτικό προφίλ του μέσου Ελληνα. Επομένως, η τελική ώθηση ίσως δεν είναι τόσο μεγάλη όσο κάποιοι υπολογίζουν. Πολύ περισσότερο, αν δεν αλλάξει η ψυχολογία των καταναλωτών προς το καλύτερο.
Ομως, αξίζει επίσης να δούμε ποιοι είναι οι δυνητικοί αποταμιευτές. Ενας τρόπος για να το διαπιστώσουμε, είναι αυτός που ακολουθεί. Στην Ελλάδα, έχουμε κάπου 6,5 εκατ. φορολογούμενους. Από αυτούς τα 2,5 εκατ. περίπου είναι συνταξιούχοι και το 0,9-1 εκατ. περίπου δημόσιοι υπάλληλοι. Κοινώς, κάπου 3,5 εκατομμύρια συμπολίτες μας δεν υπέστησαν καμία μείωση εισοδήματος εν μέσω πανδημίας και είναι πιθανό αρκετοί από αυτούς να αποταμίευσαν χρήματα.
Επίσης, υπάρχουν 2,2 εκατ. μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα. Στην κορύφωση, κάπου 700 χιλ. άτομα μπήκαν σε αναστολή από τους οποίους 300 χιλ. ήταν μερικής απασχόλησης και κάποιοι ενδεχομένως έλαβαν τα ίδια ή και περισσότερα χρήματα απ’ όσα έπαιρναν, σύμφωνα με άτομο που έχει καλή εικόνα. Οσοι μπήκαν, δεν έμειναν πάνω από 2 ή 3 μήνες, σύμφωνα με το ίδιο άτομο. Αντίθετα, δεν συνέβη το ίδιο με περίπου 400 χιλ. άτομα που λογικά δεν μπορούσαν να αποταμιεύσουν και πιθανόν έφαγαν από τα έτοιμα.
Το ίδιο εκτιμάται ότι συνέβη με τους μισούς περίπου από τις 800 χιλ. ελεύθερους επαγγελματίες. Οι υπόλοιποι εκτιμάται ότι δεν είχαν πρόβλημα, λόγω των επιστρεπτέων προκαταβολών κ.λπ.
Συνολικά, υπάρχουν κάπου 5,7 εκατ. συμπατριώτες μας με καταθέσεις στις τράπεζες. Είναι λογικό η σταδιακή άρση των μέτρων στήριξης να οδηγήσει κάποιους στις κατηγορίες των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και των ελεύθερων επαγγελματιών σε απόσυρση καταθέσεων για εξομάλυνση της κατανάλωσής τους. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα μπει φρένο στην αύξηση των καταθέσεων, περιορίζοντας την αναμενόμενη ενίσχυση της κατανάλωσης και του ΑΕΠ.
Επομένως, η σημαντική αύξηση των καταθέσεων ίσως δεν έχει τα αποτελέσματα που πολλοί προσδοκούν στην ανάπτυξη.
Ομως, τουλάχιστον υπάρχει το Ταμείο Ανάκαμψης που είναι «ανελαστικό».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.