Οι έκτακτες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με έκτακτα μέτρα. Η πανδημία της Covid-19 είναι μια τέτοια περίπτωση και είναι λογικό να έχουν ληφθεί μέτρα στήριξης πάσης φύσεως, που ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ μέχρι σήμερα. Ακόμη και σε μια υπερχρεωμένη χώρα όπως είναι η Ελλάδα, με δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ να ξεπερνά το 200% το 2020. Οι αστοχίες είναι αναπόφευκτες αν και μη ορθολογιστικά εξηγήσιμες σε αρκετές περιπτώσεις, π.χ. ενίσχυση κλάδων με αυξημένο τζίρο πέρυσι έναντι του 2019.
Όμως, αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να διαρκέσει για πάντα. Σε κάποιο σημείο -ίσως το 2023- η δημοσιονομική χαλαρότητα θα δώσει τη θέση της στη δημοσιονομική πειθαρχία. Ιδίως σε χώρες με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα, που επιπλέον χρωστάει πάνω από 200 δισ. ευρώ στους εταίρους-δανειστές μας. Είναι λοιπόν λογικό να περιμένει κάποιος την, έστω σταδιακή, επαναφορά της χώρας στον αστερισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων που καλύπτουν τις δαπάνες για τόκους.
Υπάρχουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι που πιστεύουν πως τα πρωτογενή πλεονάσματα θα προκύψουν φυσιολογικά όταν επανέλθει η κανονικότητα και το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) πάρει μπροστά, παίρνοντας ώθηση από τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης. Η συγκεκριμένη άποψη υπονοεί ότι είχαν ληφθεί περισσότερα περιοριστικά μέτρα απ’ όσα χρειάζονταν τα προηγούμενα χρόνια.
Μακάρι να είναι έτσι. Όμως, ακόμη κι αν είναι έτσι, δεν είναι καθόλου εύκολο να πας από τα σημερινά πρωτογενή ελλείμματα σε τέτοια πλεονάσματα. Πολύ περισσότερο όταν η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί για περαιτέρω φοροελαφρύνσεις, π.χ. κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης για όλους, νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ, μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ. Θυμίζουμε ότι το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάτο στο 7,2% του ΑΕΠ πέρυσι και στο 3,9% φέτος, με βάση τον προϋπολογισμό του 2021. Πριν από την πανδημία, ο στόχος για το πλεόνασμα ήταν 3,5% του ΑΕΠ.
Η εισαγωγή των ηλεκτρονικών τιμολογίων συνιστά ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση της ενίσχυσης των φορολογικών εσόδων που έχει καθυστερήσει. Ακόμη περισσότερο, η online σύνδεση των ταμειακών μηχανών με τους σέρβερ της ΑΑΔΕ, που αναβάλλεται διαρκώς. Αν όμως υπάρχει ένα μέτρο που είναι δίκαιο και διαφανές, αυτό είναι η αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών κάθε είδους, π.χ. χρεωστικές, πιστωτικές κάρτες κ.λπ.
Φαντασθείτε πόσα επιπλέον έσοδα θα συγκέντρωνε ο κρατικός κορβανάς, αν για 1 χρόνο επιβάλλετο η χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών για δαπάνες άνω των 25 ευρώ και τι λαβράκια θα έπιανε η εφορία. Κι αυτό γιατί αναγκαστικά θα έπρεπε να δαπανήσουν λεφτά όλοι αυτοί που δηλώνουν εισοδήματα πείνας επί σειρά ετών, φοροδιαφεύγοντας.
Χθες, το ΙΟΒΕ έδωσε στη δημοσιότητα μια μελέτη που δείχνει, αφενός, την πρόοδο που έχει γίνει στη χώρα μας από το 2015 στη χρήση των καρτών και αφετέρου, πόσο πολύ υστερούμε ακόμη σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η αξία συναλλαγών με κάρτα ως ποσοστό της κατανάλωσης νοικοκυριών ανήλθε σε 21,1% στην Ελλάδα το 2019, από 7% το 2015, αλλά παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (31,7%) και της ΕΕ-28 (39,5%). Το ΙΟΒΕ προτείνει κάποια μέτρα που στοχεύουν κλάδους με πολύ χαμηλή χρήση καρτών και υψηλής φοροδιαφυγής, όπως η εκπαίδευση, οι επαγγελματικές υπηρεσίες και οι επισκευές. Ξεχωρίζουμε τη στόχευση της λοταρίας σε κλάδους μέτριας ή υψηλής φοροδιαφυγής ή την επιστροφή στον καταναλωτή ενός ποσοστού επί της αξίας αγοράς.
Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, αλλά δεν φτάνουν για να πιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από τη στιγμή που η ΕΚΤ βάζει εμπόδια, λόγω, προφανώς, Γερμανίας, στη μείωση του ανώτερου ποσού για πληρωμές σε μετρητά, οι αρχές θα πρέπει να σκεφθούν κάτι πιο δραστικό. Κάτι τέτοιο μπορεί και πρέπει να είναι η σταδιακή μετακίνηση προς ένα φορολογικό σύστημα που θα δίνει πολύ ισχυρά κίνητρα στους πολίτες να χρησιμοποιούν τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών. Κοινώς, να μπορούν να αφαιρούν τις δαπάνες που γίνονται με ηλεκτρονικά μέσα από το καθαρό εισόδημα των φυσικών προσώπων, κατά τα αμερικανικά πρότυπα.
Δεν μπορεί να γίνει από τη μια χρονιά στην άλλη καθώς υπάρχει αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις στα έσοδα του προϋπολογισμού. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν είναι αργά, αν θέλουμε να έχουμε διεύρυνση της φορολογικής βάσης με δίκαιο τρόπο που συνεισφέρει στη δημοσιονομική σταθερότητα μαζί με τη διαρκή αξιολόγηση των κρατικών δαπανών.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.