Η σχετικά πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας και άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου που ανήκουν στην ευρωζώνη είναι διδακτική. Τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν έχουν σημασία, γιατί εξαλείφεται η δυνατότητα κερδοσκοπικής επίθεσης στο εθνικό νόμισμα, όμως η επίθεση μπορεί να πάρει άλλη μορφή. Μια χώρα που ανήκει στην ευρωζώνη μπορεί να δεχθεί κερδοσκοπική επίθεση που εκδηλώνεται μέσω του πιστωτικού κινδύνου με τη διεύρυνση των spreads (περιθωρίων) στις αποδόσεις των ομολόγων.
Στην Ελλάδα, γίναμε μάρτυρες μιας τέτοιας κατάστασης την προηγούμενη δεκαετία και βιώσαμε τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές της. Για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο μεσολάβησε μια περίοδος χρόνιων ελλειμμάτων στο δημοσιονομικό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που οδήγησε στη συσσώρευση εξωτερικού χρέους. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είχε φθάσει το 14% του ΑΕΠ το 2008, ακολουθώντας μια ανοδική τροχιά από το 2001 που η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ.
Γιατί η στήλη αναφέρεται σ’ αυτό το θέμα, μπορεί κάλλιστα να ρωτήσει κάποιος.
Η απάντηση είναι το έλλειμμα των 11,1 δισ. ευρώ ή 7% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2020, που γνωστοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος, έναντι 2,7 δισ. ευρώ το 2019. Είναι προφανές ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στηn καταβαράθρωση των τουριστικών εισπράξεων και θα μπορούσε κάποιος να το θεωρήσει προσωρινό. Ακόμη κι έτσι, το ανωτέρω έλλειμμα που συνοδεύεται από το έλλειμμα στο δημοσιονομικό μέτωπο προσθέτει στο εξωτερικό χρέος, από τη στιγμή που δεν έχουμε ροές κεφαλαίων που δεν δημιουργούν χρέος όπως οι άμεσες ξένες επενδύσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι αγορές ελληνικών χρεογράφων από την ΕΚΤ δεν επιτρέπουν, προς το παρόν, την εκδήλωση σπεκουλαδόρικων κινήσεων παρά το μεγάλο έλλειμμα. Όσοι πιστεύουν το αντίθετο θα πρέπει να φέρουν στη μνήμη τους το 4% που έπιασε η απόδοση του 10ετούς ομολόγου τον Μάρτιο του 2020, πριν από την απόφαση της κa Λαγκάρντ να συμπεριλάβει τα ελληνικά χρεόγραφα στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία.
Σε γενικές γραμμές, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δείχνει ότι η Ελλάδα δαπανά περισσότερα απ’ όσα παράγει. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων, αυτό σημαίνει πως η ομαλή αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους προϋποθέτει μια περίοδο μελλοντικά που η συνολική δαπάνη θα είναι μικρότερη από το συνολικό προϊόν της οικονομίας, δηλ. λιτότητα.
Φυσικά, κάποιος μπορεί να επικαλεσθεί τις δυνατότητες που δίνουν οι αναμενόμενες επιχορηγήσεις του επονομαζόμενου Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, χωρίς σημαντικά ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Αυτό είναι ένα εύλογο επιχείρημα. Όμως, η απόσταση από τη θεωρία στην πράξη είναι μεγάλη όπως δείχνει το παρελθόν. Θα χρειασθούν πολύ περισσότερα από τη δημοσιονομική πειθαρχία, όπως η αναβάθμιση των θεσμών, π.χ. ταχύτερη απόδοση δικαιοσύνης και η μείωση του κόστους στηn παραγωγή, για να υπάρξει μείωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου σε μόνιμη βάση.
Μπορούμε; Ασφαλώς. Θα τα καταφέρουμε; Ένας θεός ξέρει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.