Ποτέ ξανά στην ιστορία οι παγκόσμιες αγορές τίτλων και οι αγορές παραγώγων δεν ήταν τόσο πολύ συνδεδεμένες όσο σήμερα. Ούτε οι αλγοριθμικές στρατηγικές trading ούτε οι παθητικές επενδύσεις μέσω funds που ακολουθούν τους χρηματιστηριακούς δείκτες έπαιζαν τέτοιο ρόλο.
Δεν είναι οι μοναδικοί λόγοι που οι χρηματιστηριακές αγορές συνεχίζουν το ράλι στις ΗΠΑ κι αλλού, δικαιώνοντας τους «ταύρους» που ποντάρουν εδώ και καιρό στο καλό σενάριο της οικονομικής ανάκαμψης παρά την πανδημία. «Μια ουγκιά πρόληψης αξίζει όσο μια λίμπρα θεραπείας», είχε δηλώσει ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ, στα μέσα του 2019.
Οι «ταύροι» εξέλαβαν σωστά τη δήλωση ως σήμα για επικείμενη μείωση επιτοκίων καθώς πρόσφεραν προστασία έναντι δυσμενών εξελίξεων. Ήταν μια ακόμη απόδειξη της σημασίας που παίζουν οι κεντρικές τράπεζες στο ράλι καθώς παρέχουν τα απαραίτητα καύσιμα με τα μηδενικά και αρνητικά επιτόκια, τις μαζικές αγορές ομολόγων ενώ βοήθεια παρέχουν επίσης οι κυβερνήσεις με τις επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Όμως, πίσω από όλα αυτά κρύβεται κάτι άλλο. Ο βασικός στόχος των χρηματιστηρίων ήταν να παρέχουν κεφάλαια σε καλές εταιρείες. Κάθε λογής επενδυτές επωφελούνται, είτε βγάζοντας κάποια γρήγορα κέρδη είτε ενισχύοντας τον συνταξιοδοτικό λογαριασμό τους. Εδώ και χρόνια, ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός επενδυτών δεν θέλει να μπει στη διαδικασία να παίρνει αποφάσεις και επενδύει σε χρηματιστηριακούς δείκτες μέσω funds και ETFs (εισηγμένα Αμοιβαία Κεφάλαια), γιατί χρεώνουν επίσης χαμηλότερες προμήθειες. Η κατασκευή των περισσότερων χρηματιστηριακών δεικτών βασίζεται στη χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων εταιρειών που τους αποτελούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι βραχυπρόθεσμοι νικητές να λαμβάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις. Κοινώς, τα index funds αναγκάζονται να αγοράζουν μετοχές που ανεβαίνουν και ίσως είναι υπερτιμημένες με βάση τις αποτιμήσεις τους, αγνοώντας τα θεμελιώδη δεδομένα τους. Κάνουν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από τη συμβουλή «αγόραζε χαμηλά, πούλαγε ψηλά» και το άγιο δισκοπότηρο των επενδύσεων, που είναι η καλή μακροχρόνια απόδοση με τη μικρότερη μεταβλητότητα.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν που η ιδιοκτησία των εταιρειών που απαρτίζουν τον χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500 βρίσκεται σε σημαντικό βαθμό στα χέρια τέτοιων θεσμικών χαρτοφυλακίων. Είναι γνωστό ότι η Blackrock, η Vanguard και η State Street Corp. έχουν στα χέρια τους τις μισές μετοχές του δείκτη S&P 500. Αυτό φυσικά δημιουργεί κι άλλα ζητήματα, που συνδέονται με τη συγκέντρωση του ελέγχου στα χέρια ολίγων και τους πιθανούς κινδύνους που αυτό εγκυμονεί. Αν οι επενδυτές αποφασίσουν να εγκαταλείψουν μαζικά κάποιo μεγάλο index fund ή ETF, αυτό θα οδηγήσει σε πωλήσεις κοψοχρονιά των υποκείμενων μετοχών, προκαλώντας αναστάτωση. Επομένως, η χρήση της παθητικής επενδυτικής ενέχει σοβαρούς κινδύνους.
Η κατανομή των κεφαλαίων δεν θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο τις διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αξίας των υποκείμενων εταιρειών σ’ ένα δείκτη αλλά την αξία τους. Το τελευταίο δεν προάγει επίσης την οικονομική ανάπτυξη. Το κυνήγι της τάσης ή της δυναμικής της αγοράς ίσως είναι ο φίλος των επενδυτών αφού έχει προσφέρει κέρδη, όμως δεν βοηθά την ανάπτυξη της οικονομίας αφού τα θεμελιώδη δεδομένα των εισηγμένων επιχειρήσεων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.