Ο όρος «παγίδα του χρέους» αποδίδεται στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) και αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου το υψηλό χρέος μειώνει τον ρυθμό ανάπτυξης, προκαλώντας την αντίδραση των αρχών που δημιουργούν περισσότερο χρέος, το οποίο με τη σειρά του υπονομεύει περαιτέρω τον ρυθμό ανάπτυξης και πάει λέγοντας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, το αυξημένο δημοσιονομικό έλλειμμα που χρηματοδοτείται από την έκδοση νέου χρέους δίνει ώθηση στην οικονομία βραχυχρόνια αλλά όχι μεσοπρόθεσμα.
Δεν είναι τυχαίο. Κάθε ευρώ ή δολάριο σε επιπρόσθετο χρέος αυξάνει το ΑΕΠ όλο και λιγότερο από τη δεκαετία του 1990 για κάποιες ανεπτυγμένες χώρες και τη Μεγάλη Ύφεση του 2008-2009 για άλλες. Το χρέος γίνεται λιγότερο «παραγωγικό» σε μια περίοδο που οι επενδύσεις έχουν υποστεί καθίζηση, αναφέρει το Institute of International Finance (IIF).
Στη πρόσφατη έκθεσή του, που έχει τίτλο «Περισσότερο χρέος, περισσότερα προβλήματα», το IIF παρατηρεί ότι η συσσώρευση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε παγκόσμια κλίμακα έχει αυξηθεί κατά 52 τρισ. δολάρια και άνω από το 2016 μέχρι πρόσφατα, έναντι μόλις 6 τρισ. την περίοδο 2012-2016. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το 2020 προστέθηκαν 20 τρισ. ευρώ σε νέο χρέος καθώς οι χώρες έλαβαν μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Ο IIF εκτιμά ότι τα μέτρα στήριξης των οικονομιών θα παραμείνουν στη θέση τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα παρά τα ενθαρρυντικά νέα από τα εμβόλια, διογκώνοντας ακόμη περισσότερο το χρέος.
Η Ελλάδα δεν πάει πίσω. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί στα 340 δισ. ευρώ το 2020 ή 208,9% του ΑΕΠ έναντι 331 δισ. ή 180,5% του ΑΕΠ το 2019, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2021. Η αύξηση του ελληνικού χρέους είναι σχετικά μικρή στα 9 δισ. ευρώ περίπου παρά το πρωτογενές έλλειμμα ύψους 11,8 δισ. ευρώ. Όμως, η επίπτωση στον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ είναι πολύ μεγαλύτερη λόγω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ στα 163 δισ. το 2020 από 183 δισ. το 2019. Την επόμενη χρονιά, το χρέος προβλέπεται να ανέλθει σε 343,2 δισ. ευρώ.
Δυστυχώς, το νέο χρέος δεν κατευθύνεται σε παραγωγικές επενδύσεις, με αποτέλεσμα οι προοπτικές ανάπτυξης να επιδεινωθούν καθώς θα απαιτηθεί είτε η μείωση των δαπανών, είτε η αύξηση των φόρων, είτε και τα δύο, για να αποπληρωθούν τα τοκοχρεολύσια μελλοντικά. Δεν είναι ο καλύτερος κόσμος αλλά δεν είναι επίσης το τέλος του κόσμου.
Όμως, αυτό συμβαίνει όταν η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική είναι χαλαρές. Η μεν επεκτατική νομισματική πολιτική είναι σαν πρόσκληση στον ιδιωτικό τομέα να αναλάβει περισσότερο ιδιωτικό χρέος, η δε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική οδηγεί σε μεγαλύτερο κρατικό χρέος. Στο τέλος, τα υψηλότερα επίπεδα χρέους είτε «σκοτώνουν» είτε οδηγούν σε επίπονη επανεκκίνηση.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.