O David Hume, o μεγάλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού, είχε δηλώσει σχετικά με το χρέος πως όταν ένα κράτος υποθηκεύει το μέλλον του, το κράτος, αναγκαστικά, πέφτει σε κατάσταση ηρεμίας, λιποθυμίας και ανικανότητας. Την ανωτέρω ρήση του Hume επικαλούνται μερικοί από τα σύγχρονα δημοσιονομικά γεράκια, που υποστηρίζουν ότι η υπερχρέωση έχει προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά στην οικονομία.
Αν ο Hume ζούσε στη σημερινή εποχή μας, δεν θα καταλάβαινε πολλά πράγματα. Κι αυτό γιατί η εποχή μας χαρακτηρίζεται από παράδοξα. Η μεγάλη διόγκωση του χρέους που συνδέεται με αύξηση της προσφοράς ομολόγων θα έπρεπε να οδηγεί σε αύξηση επιτοκίων και πληθωρισμό, σύμφωνα με την παραδοσιακή οικονομική θεωρία.
Όμως, στην εποχή μας, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Σήμερα, η διόγκωση του χρέους οδηγεί σε χαμηλότερα επιτόκια και χαμηλότερο πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό. Τα χαμηλότερα επιτόκια ενθαρρύνουν τον περαιτέρω δανεισμό νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κρατών αντί της μείωσης των δαπανών, ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και της απομόχλευσης. Το αποτέλεσμα; Από την Ελλάδα μέχρι τις ΗΠΑ και την Ασία, το χρέος έχει αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ αντί να μειωθεί από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2008-2009 μέχρι σήμερα.
Οι κεφαλαιαγορές, αγορές και άλλοι το παρατηρούν αλλά δεν ενοχλούνται προς το παρόν, δείχνοντας να πιστεύουν ότι προσθέτοντας χρέος σε υπερχρεωμένες χώρες και εταιρείες, δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα. Ίσως γιατί ελπίζουν ότι το εμβόλιο για την Covid-19, το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (π.χ. Ελλάδα) και άλλοι παράγοντες, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ρευστότητα που κυκλοφορεί, θα ρίξουν λάδι στη φωτιά της ανάπτυξης.
Όμως, το υψηλό χρέος έχει οδηγήσει σε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης των ανεπτυγμένων οικονομιών από το 1999 μέχρι σήμερα καθώς έχει μειωθεί η παραγωγικότητα του χρέους σε όρους ΑΕΠ. Ένα ευρώ χρέος παρήγαγε έξτρα ΑΕΠ της τάξης του 0,51 ευρώ το 1999 στην ευρωζώνη έναντι 0,38 το 2019. Αντίστοιχα είναι τα νούμερα στις ΗΠΑ, με 0,53 δολάρια και 0,40 αντίστοιχα, σύμφωνα με την BIS.
Η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στη μείωση της παραγωγικότητας του χρέους ήταν ακόμη χαμηλότερα επιτόκια και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Τα τελευταία (QE) μείωσαν την προσφορά των ομολόγων χαμηλού ρίσκου και τόνωσαν τις τιμές των μετοχών και εμπορικών ακινήτων. Ενθάρρυναν λοιπόν την τοποθέτηση περισσότερων χρημάτων σε αξίες μεγαλύτερου ρίσκου, που ωφέλησαν τους πιο πλούσιους που έχουν τη μερίδα του λέοντος, διευρύνοντας τις ανισότητες. Επίσης, τα πολύ χαμηλά επιτόκια διατήρησαν στη ζωή τις εταιρείες-ζόμπι, ενθάρρυναν τις επαναγορές μετοχών, συγχωνεύσεις και εξαγορές σε υψηλές αποτιμήσεις και πιο μεγάλες κοινωνικές μεταβιβάσεις από τις κυβερνήσεις κ.λπ.
Η πανδημία του νέου κορωνοϊού έχει δημιουργήσει ανάγκες και αυξήσει τα κρατικά ελλείμματα, οδηγώντας σε αύξηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ, π.χ. άνω του 200% στην Ελλάδα φέτος. Ταυτόχρονα, υπάρχει μείωση των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, η σύνθεση του χρέους αλλάζει ακόμη περισσότερο υπέρ του μη παραγωγικού χρέους, δηλ. εκείνου που δεν δημιουργεί μελλοντικά έσοδα.
Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας συνεχίζεται για μια δεκαετία και πλέον. Στην εξίσωση μπαίνει ακόμη το δημογραφικό. Όταν τα οικονομικά ενός νοικοκυριού δεν πάνε καλά, οι πιθανότητες να κάνει περισσότερα παιδιά είναι μικρότερες.
Η στασιμότητα και ακόμη χειρότερο η συρρίκνωση του πληθυσμού μεταφράζεται σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάκαμψης. Δυστυχώς, ειδικότερα η Ελλάδα βιώνει μια μεγάλη αύξηση του μη παραγωγικού χρέους και υπογεννητικότητα. Είναι ένας συνδυασμός που υπονομεύει τον μελλοντικό ρυθμό ανάπτυξης της χώρας και τις προοπτικές της. Ας το έχουμε υπόψη μας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.