Κάθε χρόνο, το ίδιο βιολί.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της Κομισιόν, η Ελλάδα έχασε έσοδα από τον ΦΠΑ ύψους 6,6 δισ. ευρώ το 2018.
Πρόκειται για την 6η χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, σε απόλυτα νούμερα. Η Ιταλία κρατά τα ηνία με 35,4 δισ. ευρώ, η Βρετανία ακολουθεί με 23,5 δισ., ενώ τρίτη έρχεται η Γερμανία με εκτιμώμενες απώλειες εσόδων ύψους 22,1 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα είναι πάντως δευτεραθλήτρια πίσω από τη Ρουμανία στην ΕΕ, με κριτήριο τις εκτιμήσεις για τις απώλειες επί των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ με 30,1%.
Θυμίζουμε ότι οι καταναλωτές μπορεί να πληρώνουν τον ΦΠΑ αλλά δεν αποδίδεται στον κρατικό κορβανά, όταν ο επαγγελματίας δεν εκδίδει απόδειξη. Μ’ αυτό τον τρόπο δηλώνει επίσης μικρότερο εισόδημα και πληρώνει λιγότερο φόρο εισοδήματος.
Φυσικά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου αγοραστής και πωλητής συμφωνούν από κοινού να μην κοπεί απόδειξη και να μην καταβληθεί ο ΦΠΑ προς όφελος και των δύο.
Εχει γίνει κάτι για να περιορισθεί αυτό το φαινόμενο τα προηγούμενα χρόνια;
Η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες κ.λπ., σύμφωνα με τους επαΐοντες.
Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν θα υπάρξει συνέχεια μετά την αύξηση του ανώτατου ορίου των δαπανών που πρέπει να εξοφληθούν με ηλεκτρονικά μέσα στο 30%, για να διατηρηθεί η μείωση του φόρου για τα φετινά εισοδήματα.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να μην επισημανθεί η σημαντική καθυστέρηση στην εισαγωγή των ηλεκτρονικών βιβλίων και e-τιμολογίων σε μια χώρα που τα πλαστά και εικονικά τιμολόγια δίνουν και παίρνουν.
Οπως δεν μπορεί να μην ξεχωρίσουμε επίσης τη χρόνια καθυστέρηση -από το 2013-2014- στη σύνδεση των ταμιακών μηχανών με τους κρατικούς σέρβερ για να εισπράττεται άμεσα ο ΦΠΑ.
Είναι πραγματικά λυπηρό να έχουν καθυστερήσει τόσο πολύ δύο μέτρα-πρωτοβουλίες για τον περιορισμό της απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ.
Η ΑΑΔΕ έχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά με τις διάφορες πλατφόρμες που έπρεπε να γίνουν για να υλοποιηθούν οι κυβερνητικές εξαγγελίες στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Ομως, οι δύο προαναφερθείσες πρωτοβουλίες θα έπρεπε να έχουν προτεραιότητα και όχι να πηγαίνουν ολοένα και πιο πίσω με την επίκληση προφάσεων, π.χ. Covid-19.
Αν η Ελλάδα θέλει να περιορίσει τις απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ, που συχνά καταλήγουν στις τσέπες των επιτήδειων, θα πρέπει να υλοποιήσει τάχιστα τα δύο προαναφερθέντα μέτρα.
Μ’ αυτό τον τρόπο θα ενισχυθούν τόσο τα έσοδα από τον ΦΠΑ όσο και τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για τη μείωση του φορολογικού βάρους της εργασίας και των επενδύσεων.
Η πανδημία μπορεί να πείσει τις χώρες του Βορρά στην ΕΕ ότι η πλήρης επαναφορά στους προ Covid-19 δημοσιονομικούς κανόνες μπορεί να μην είναι η ενδεδειγμένη λύση ούτε για το 2022.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα δεν θα χρειασθεί να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2022, μετά το 2021 και το 2020.
Ομως, θα αφήσει παρακαταθήκη ένα υψηλότερο δημόσιο χρέος κατά 10 με 20 δισ. ευρώ, που θα κληθεί να αποπληρώσει αργότερα.
Μόνο γι’ αυτό τον λόγο, η εισαγωγή των ηλεκτρονικών τιμολογίων και η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με του κεντρικούς σέρβερ του φορολογικού μηχανισμού θα έπρεπε να είχε γίνει πράξη χθες.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.