Πάντοτε θα υπάρχουν στρατιωτικοί και γεωπολιτικοί αναλυτές που θα προσπαθούν να ερμηνεύσουν κοσμοϊστορικά γεγονότα με βάση τα βιώματά τους και τις εμπειρίες τους.
Όλοι αυτοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν κάθε νέα εποχή.
Μερικοί κατατάσσουν τους επικριτές της ανεκτικής στάσης του Τραμπ στο ζήτημα της εισβολής της Τουρκίας στην Συρία σ’ αυτή την κατηγορία.
Αναφέρονται κυρίως σε στελέχη του Πενταγώνου, των οποίων η καριέρα και οι απόψεις έχουν επηρεαστεί βαθιά από τους πολέμους που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ με το 9/11. Είναι αυτοί που πιστεύουν πως οι ΗΠΑ πούλησαν τους Κούρδους της Συρίας, ανεχόμενες την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία.
Από την άλλη πλευρά, η μειοψηφία που επικρίνει τους ανωτέρω έχει διαφορετική αντίληψη για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και τη στάση των ΗΠΑ. Για τους τελευταίους, η εμπλοκή των ΗΠΑ στις συγκρούσεις και στους πολέμους της Μέσης Ανατολής αποτελούν κατασπατάληση πόρων. Η θέση τους συμβαδίζει με εκείνη του προέδρου Τραμπ, που τάσσεται εναντίον της εμπλοκής αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων εκτός ΗΠΑ, όπως στη Μέση Ανατολή.
Είναι κάτι που βρίσκεται σε εξέλιξη και διαρκεί λίγα χρόνια. Σύμφωνα με το σκεπτικό των τελευταίων, οι μεγάλοι αντίπαλοι των ΗΠΑ είναι πλέον η Κίνα και δευτερευόντως η Ρωσία.
Η Τουρκία είναι πολύτιμη σύμμαχος των ΗΠΑ, γιατί μπορεί να συμβάλλει στον περιορισμό της Ρωσίας, με την οποία έχει ιστορικά ανταγωνιστικές σχέσεις. Το ίδιο ισχύει για το Ιράν, του οποίου η θέση και επιρροή στη Μέση Ανατολή έχει ενισχυθεί. Επομένως, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αφήσουν την Τουρκία στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Ανέχονται λοιπόν την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, στον βωμό αυτής της στρατηγικής καθώς οι Κούρδοι δεν είναι τόσο σημαντικοί από γεωπολιτικής σκοπιάς όσο η Τουρκία.
Εξ ορισμού η πολιτική του Τραμπ για περιορισμένη ανάμειξη των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή σημαίνει μειωμένη εξάρτηση από τους Κούρδους, που ήταν σύμμαχοί τους εναντίον του ISIS.
Και προφανώς οι ΗΠΑ δεν μπορούν να υποστηρίξουν τη δημιουργία Κουρδικού κράτους όπως θέλουν οι Κούρδοι, υπονομεύοντας τη σχέση τους με την Τουρκία. Όμως, η τελευταία δεν είναι αυτή που ήταν παλαιότερα. Η Τουρκία έχει μεν μια ευάλωτη οικονομία αλλά αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς επί πολλά χρόνια και είναι πλέον η 17η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Η Τουρκία έχει επίσης αναπτύξει εθνική βιομηχανία στρατιωτικού υλικού, για να έχει μειωμένη εξάρτηση από το εξωτερικό. Με άλλα λόγια, είναι μια περιφερειακή δύναμη που θέλει οι ΗΠΑ να της το αναγνωρίσουν και να της φέρονται ανάλογα.
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα για να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, ενισχύοντας τις υφιστάμενες συμμαχίες και δημιουργώντας άλλες.
Όμως, το καλύτερο που έχει να κάνει η Αθήνα είναι να ισχυροποιήσει την ελληνική οικονομία και να καταστήσει τις ένοπλες δυνάμεις πιο αποτελεσματικές. Προφανώς, χρειάζεται αναδιάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων, ώστε να μη δαπανάται ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ετήσιου προϋπολογισμού για την άμυνα σε μισθούς και συντάξεις αλλά σε σύγχρονα οπλικά συστήματα και τεχνολογία.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.