Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ χωρίς αμφιταλαντεύσεις και εξαιρετισμούς. Η αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα, και ιδίως στην Αλεξανδρούπολη, προσλαμβάνεται από την Τουρκία ως σχέδιο μείωσης της στρατηγικής της σημασίας, ενώ συνιστά ενίσχυση της στρατιωτικής υπόστασης της Δύσης, στην οποία θέλουμε να ανήκει η Τουρκία.
Η οξεία τουρκική ρητορεία των τελευταίων μηνών απευθύνεται περισσότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες και λιγότερο στην Ελλάδα. Αφορά κατά βάθος τις δύσκολες σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας. Το ζήτημα άλλωστε της λεγόμενης αποστρατιωτικοποίησης των νησιών είναι το λιγότερο παράδοξο να τίθεται μεταξύ συμμάχων, κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και μάλιστα υπό συνθήκες πολέμου στην Ουκρανία και κινητοποίησης της Συμμαχίας. Και αυτό πέρα από τη γνωστή και σαφή ελληνική απάντηση για το καθεστώς, πρώτον, της Λήμνου και της Σαμοθράκης, δεύτερον της Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας και, τρίτον, της Δωδεκανήσου.
Η δε Συνθήκη της Λωζάνης δεν είναι διμερής ελληνο-τουρκική σύμβαση, δεν είναι απλώς η ουσιαστική ιδρυτική πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, είναι η πολυμερής και οριστική διευθέτηση των συνόρων μεγάλου αριθμού κρατών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Η Ελλάδα γεννήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος πριν από 200 χρόνια, με τη θεωρία ότι μπορεί να συμβάλει, μαζί με την παρακμάζουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην ανακοπή της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Με αυτή λίγο-πολύ την προσέγγιση οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, εντάχθηκαν το 1952 από κοινού στο ΝΑΤΟ.
Τώρα που έχει γίνει ξανά αντιληπτή η σημασία της ευρωαμερικανικής ενότητας, όπως και ο ρόλος του ΝΑΤΟ, είναι προφανώς πολύ δύσκολο για την Τουρκία να συγκρουστεί με τη Δύση και να υπονομεύσει τον βασικό στρατιωτικό της βραχίονα. Η αποκοπή της από τη Δύση θα θέσει σε άμεσο και βαθύ κίνδυνο την κοινωνική, εθνοτική και θρησκευτική ενότητα, την πάρα πολύ εύθραυστη, της Τουρκικής Δημοκρατίας. Συνεπώς, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να αντιμετωπίζει με στρατηγική ψυχραιμία τις ρητορικές προκλήσεις και να διατηρεί ανοικτούς τους πολιτικούς και διπλωματικούς διαύλους επικοινωνίας, με σαφή γραμμή και σταθερή αναφορά στο διεθνές δίκαιο.
Η Τουρκία είναι κεντρικό ειδησεογραφικό θέμα καθημερινά, αλλά η κοινή γνώμη προσλαμβάνει μια αποσπασματική εικόνα για τα μεγάλα στρατηγικά διλήμματα της γείτονος, τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς και τη σχέση τους με την εξωτερική πολιτική. Ο στρατιωτικός συσχετισμός και το εξοπλιστικό ισοζύγιο προφανώς είναι μόνο μία από τις πολλές παραμέτρους που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πολύ σημαντική, όμως, πρέπει να τοποθετείται στο πλαίσιο μιας πιο σύνθετης θεώρησης για τους συντελεστές εθνικής ισχύος.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Recep Tayyip Erdogan κατά τη διάρκεια ομιλίας του. Η κλιμακούμενη επιθετικότητα κατά της Ελλάδας επί της ουσίας στοχεύει τη νέα αμερικανική στρατηγική στην περιοχή, η οποία απειλεί ευθέως το status της Τουρκίας σε πολλά και σημαντικά επίπεδα.
Οι πρόσφατες επαφές του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών και του εξ απορρήτων του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν, καθώς και οι σχετικές ανακοινώσεις, νομίζω ότι βεβαιώνουν του λόγου μου το ασφαλές, αρκεί να διαβαστούν με προσοχή οι εκατέρωθεν προσεγγίσεις. Η Τουρκία δεν μπορεί κατά την εκτίμησή μου να υπάρξει ως ενιαίο κράτος εκτός Δύσης. Θα διεκδικεί πάντα εξαιρετισμούς και αποκλίσεις, με πολλά επεισόδια, αλλά πάντως στρατηγικά θα κινείται εντός Δύσης.
Μέσα στο περιβάλλον αυτό και με όλες τις προκλήσεις ανοιχτές, η ευρωπαϊκή στρατηγική αμηχανία είναι φανερή σε όλα τα πεδία. Αν δεν υπήρχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και αν δεν υπήρχαν διαρκώς τετελεσμένα γεγονότα που επιβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ακολουθεί μια σαφή γραμμή έναντι της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Κίνας και του Ιράν, θα ήταν ίσως αδύνατο να διαμορφωθεί μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική.
Η Γερμανία, ως ιθύνουσα ευρωπαϊκή δύναμη, δυσκολεύεται εμφανώς να διαχειριστεί την τριπλή πρόκληση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, της στρατιωτικοπολιτικής υποταγής στις Ηνωμένες Πολιτείες και της ανάγκης να επανεξετάσει τις οικονομικές της σχέσεις με την Κίνα. Η Γαλλία δεν μπορεί να καλύψει το μεγάλο κενό της ευρωπαϊκής ηγεμονίας. Οι επιπτώσεις είναι εμφανείς στην «ενεργειακή αμηχανία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε ένα τόσο διαταραγμένο και αβέβαιο διεθνές πλαίσιο, η Ελλάδα δεν αρκεί να είναι με καθαρό τρόπο εντεταγμένη στο δυτικό στρατόπεδο, να λειτουργεί ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, όπως και ως στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ με συνέπεια. Ούτε μπορεί να ζει με την εντύπωση ότι έχει επανέλθει σε μια κανονικότητα που δεν κινδυνεύει να ανατραπεί, ότι είναι μια μικρή όαση. Αυτή είναι μια προσέγγιση εκτός θέματος.
Η ανάγκη να υπάρχει μια καλά επεξεργασμένη και συμπεριληπτική εθνική στρατηγική, που μπορεί να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση, είναι επιτακτική μέσα σε μια τόσο πολύπλοκη και εύθραυστη συγκυρία, γεμάτη από προκλήσεις και κινδύνους.
*O κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι Πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών, πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.