Μπορεί η έκθεση του Μάριο Ντραγκι για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωοικονομίας να προκάλεσε «σοκ», κυρίως λόγω της πρότασης για έκδοση ευρωομολόγου και επιπλέον αύξηση γενικών δαπανών ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, όμως το «ρεζουμέ» κρύβεται αλλού.
Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στην περίληψη (4 σελίδες) του πρώτου σκέλους της έκθεσης, που είναι 60 σελίδες. Υπάρχει όμως και δεύτερο μέρος, 337 σελίδων, στο οποίο επεξηγεί ακριβώς τι πρέπει να γίνει σε κάθε τομέα της ΕΕ προκειμένου να γίνει «παίκτης» πρώτης γραμμής. Και το σύνολο των δαπανών ξεπερνά κατά πολύ τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο που αναφέρονται στην περίληψη. Αλλάζει επίσης και τη λογική.
Ο Μάριο Ντράγκι σημειώνει ότι για να μπορέσει η ΕΕ να επιβιώσει και να προοδεύσει, πρέπει να μάθει να ξοδεύει. Οξύμωρο να το λέει αυτό ο αυστηρός πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, που «έβαζε χέρι» στους ηγέτες όταν υπερέβαιναν τις δαπάνες δημιουργώντας ανοδική πίεση του πληθωρισμού πάνω από το «ιερό» 2%.
Όπως μαθαίνουμε, ο κ. Ντράγκι δεν επιλέχθηκε τυχαία ως συγγραφέας της έκθεσης. Άλλωστε έχουν γραφτεί πολλές αναλύσεις για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Τον κ. Ντράγκι εξακολουθούν να τον ακούν οι αγορές. Ίσως είναι από τους ελάχιστους αξιωματούχους που μπορεί με μια δήλωσή του να προκαλέσει αναταράξεις. Και η έκθεση αυτή έχει στόχο να δώσει το σήμα στις αγορές ότι η Ευρώπη αλλάζει αντίληψη και προτεραιότητες και ότι το σκηνικό αλλάζει και περνάμε σε μια νέα εποχή.
Εδώ και ένα χρόνο η ΕΕ άλλαζε σιγά σιγά το προφίλ της και έμπαινε πιο δυναμικά στον χώρο διεκδίκησης και επιρροής επί των γεωπολιτικών εξελίξεων. Κύριος λόγος η εσωστρέφεια των ΗΠΑ και η ανάγκη να βγει «μπροστά» κάποιος από τους δυτικούς συμμάχους.
Η Κομισιόν ήταν η πρώτη που άλλαξε ρότα και άρχισε να αναφέρεται στην ανάγκη προώθησης ενός «ξεχασμένου» τομέα: Αυτόν της Άμυνας. Οι «φωνές» αξιωματούχων για την ανάγκη αυτή μετουσιώθηκαν σε νέα χαρτοφυλάκια της Κομισιόν, αλλά και σε στρατηγικές χορηγίες κονδυλίων σε χώρες γύρω από τη Ρωσία και στην Αφρική.
Η Ευρώπη φαίνεται πως θέλει να αλλάξει. Επιδιώκει μεν να αναλάβει αυτόν τον καινούργιο ρόλο, όμως παράλληλα διατηρεί και τις στρεβλώσεις δεκαετιών που την κρατούν πίσω. Αυτό είναι το κύριο νόημα της έκθεσης του Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Εκτός από το πού υστερεί η Ευρώπη ως οικονομία, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ και πρωθυπουργός της Ιταλίας ξεκαθαρίζει ότι για να μπορέσει η ΕΕ να είναι ισάξιος «παίκτης» με τις ΗΠΑ και την Κίνα, πρέπει:
- Να γίνει πιο «μικρή», πιο ευέλικτη στις αποφάσεις (που περνούν από δεκάδες διαφορετικά όργανα πριν φτάσουν στο σημείο της απόφασης).
- Να μειώσει τη γραφειοκρατία για να ανεβάσει την ανταγωνιστικότητά της. Με άλλα λόγια, να λαμβάνονται καίριες αποφάσεις πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Αυτό προϋποθέτει βέβαια λιγότερα «όργανα» και λιγότερα βέτο από τις χώρες-μέλη.
- Να προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις στην Άμυνα προκειμένου να μπορέσει να παίξει τον σωστό γεωπολιτικό ρόλο και να είναι άξιος συνομιλητής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
- Να ρίξει χρήμα για να παράγει εκ των έσω, ώστε να μην εξαρτάται από τρίτα μέρη.
- Να έχει ανεξάρτητη παρουσία στο Διάστημα (space).
Με άλλα λόγια, αυτό που λέει ο Μάριο Ντράγκι είναι ότι η ΕΕ πρέπει να λειτουργεί σαν μία «χώρα» με μία «κυβέρνηση» που θα βάζει το συμφέρον της ηπείρου πάνω από τα 27 κράτη-μέλη. H EE θα πρέπει να είναι οικονομικά ανταγωνιστική και με λιγότερες εξαρτήσεις από τρίτες χώρες και εσωτερικές στρεβλώσεις.
Ο ρόλος της Αμυνας
O Μάριο Ντράγκι γράφει ότι η επιδείνωση των γεωπολιτικών σχέσεων δημιουργεί νέες ανάγκες για δαπάνες για αμυντική βιομηχανική ικανότητα. «Η Ευρώπη αντιμετωπίζει τώρα συμβατικό πόλεμο στα ανατολικά σύνορά της και υβριδικό πόλεμο παντού, συμπεριλαμβανομένων επιθέσεων σε ενεργειακές υποδομές και τηλεπικοινωνίες, παρέμβαση στις δημοκρατικές διαδικασίες και πυροδότηση της μετανάστευσης.
Ταυτόχρονα, το στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ απομακρύνεται από την Ευρώπη και προς τα χείλη του Ειρηνικού -για παράδειγμα με τη μορφή AUKUS-, οδηγούμενο από την απειλή της Κίνας. Ως αποτέλεσμα, η αυξανόμενη ζήτηση για αμυντική ικανότητα καλύπτεται από τη συρρίκνωση της προσφοράς -ένα κενό που πρέπει να καλύψει η ίδια η Ευρώπη», εξηγεί ο Ντράγκι.
Χάρη σε μια παρατεταμένη περίοδο ειρήνης στην Ευρώπη και την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ, μόνο δέκα κράτη-μέλη ξοδεύουν τώρα περισσότερο από ή ίσο με το 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ.
«Η αμυντική βιομηχανία απαιτεί τεράστιες επενδύσεις για να καλύψει τη διαφορά. Ως σημείο αναφοράς, εάν όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ που είναι μέλη του ΝΑΤΟ και που δεν έχουν φτάσει ακόμη τον στόχο του 2% επρόκειτο να το πράξουν το 2024, οι αμυντικές δαπάνες θα αυξάνονταν κατά 60 δισ. ευρώ», αναφέρει.
Τον Ιούνιο του 2024, η Κομισιόν εκτίμησε ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις ύψους περίπου 500 δισεκατομμυρίων ευρώ την επόμενη δεκαετία. Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από παρόμοιες τοποθετήσεις, με τελευταία αυτήν της προέδρου της Κομισιόν, η οποία στην ομιλία της τον Ιούλιο για το πρόγραμμα της επόμενης πενταετίας, αναφέρθηκε στην ίδια ανάγκη. Και έθεσε ως προτεραιότητα το νέο χαρτοφυλάκιο της Άμυνας.
Βέβαια η ΕΕ δεν δημιουργήθηκε πάνω σε αυτήν τη λογική. Και μέχρι τώρα τουλάχιστον, η γεωπολιτική της ανάμειξη ήταν υποστηρικτική. Για να μπορέσει να αλλάξει πορεία, μετά από μια βαθιά δημοσιονομική κρίση δεκαετίας, μετά την πανδημία Covid και τώρα τον πόλεμο στην Ουκρανία, πρέπει να ξοδέψει. Αυτό το παραδέχονται όλοι. Όμως η ΕΕ ήταν μέχρι και πριν από 1 χρόνο στο όριο. Και πολλές χώρες πάνω από το όριο, γιατί αναγκάστηκαν να υπερβούν τις δαπάνες για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Υπενθυμίζεται ότι το 2024 είχε θεωρηθεί ως χρόνος στροφής και το 2025 ως χρονιά επιστροφής στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Για να μπορέσουν οι χώρες-μέλη να προβούν σε αμυντικές δαπάνες χωρίς να μπει η ΕΕ σε νέα δημοσιονομική κρίση, θα πρέπει οι δαπάνες για ασφάλεια και άμυνα να μην προσμετρούνται στα δημοσιονομικά μεγέθη. Και απ’ ό,τι μαθαίνει το Euro2day.gr, προς αυτή την κατεύθυνση θα κινηθεί η Κομισιόν.
Σύμφωνα με την έκθεση, για να γίνει πιο ανεξάρτητη η ΕΕ, θα υπάρξει ένα «κόστος ασφάλειας», αλλά αυτό το κόστος μπορεί να μετριαστεί με τη συνεργασία και τη λογική «σου δίνω - μου δίνεις».
Η μείωση των εξαρτήσεων στους βασικούς τομείς στους οποίους είναι εκτεθειμένη η Ευρώπη θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και θα συνεπάγεται σημαντικό κόστος, που ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε νέες δαπάνες, που όμως θα αποδώσει καρπούς μακροπρόθεσμα, γιατί θα υπάρχει αυξημένη αυτονομία λήψης αποφάσεων.
«Η δημιουργία εγχώριας ικανότητας για προηγμένες τεχνολογίες θα είναι αποτελεσματικότερη εάν συντονιστούν εκ των προτέρων οι προτεραιότητες και οι απαιτήσεις ζήτησης. Ομοίως για την άμυνα και το Διάστημα: όλα τα κράτη-μέλη θα γίνουν πιο ασφαλή εάν η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις και να αναπτύξει νέες τεχνολογίες και εάν η ΕΕ διατηρήσει την αυτόνομη πρόσβαση στο Διάστημα», γράφει η έκθεση.
Διαφοροποίηση με τις ΗΠΑ
Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση γράφει ότι η ΕΕ είναι πίσω στο know-how σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Ο Μάριο Ντράγκι προβλέπει ότι «όσο προχωρούμε, οι στρατηγικές προτεραιότητες μπορεί να συνεχίσουν να διαφοροποιούνται από αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, πράγμα που επιτάσσει την άμεση λήψη στρατηγικών αποφάσεων».
Κατά την έκθεση, οι νέες γεωπολιτικές απειλές έχουν βάλει ξανά στο προσκήνιο τις αμυντικές ικανότητες της ΕΕ. Τα περασμένα χρόνια, είδαμε την επιστροφή του πολέμου στην άμεση γειτονιά της ΕΕ, μαζί με την εμφάνιση νέων τύπων υβριδικών απειλών, συμπεριλαμβανομένης της στόχευσης υποδομών ζωτικής σημασίας και επιθέσεων στον κυβερνοχώρο.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει άμεσα και μακροπρόθεσμα ένα στρατό-απειλή στα σύνορά της (από τη Ρωσία), αλλά και ευρύτερες γειτονικές απειλές για την ασφάλεια στην Αφρική, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η ΕΕ θα πρέπει να αναλάβει αυξανόμενη ευθύνη για τη δική της άμυνα και ασφάλειά της ως σύμμαχος των ΗΠΑ, που δυνητικά εστιάζουν προοδευτικά σε μεγαλύτερο βαθμό στις τεράστιες αποστάσεις του Ειρηνικού (π.χ. η μορφή του AUKUS).
Η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει επίσης, στο σημερινό γεωπολιτικό πλαίσιο, ένα σοβαρό ζήτημα πυρηνικής αποτροπής. Η τεχνολογική και βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της ΕΕ στον τομέα της άμυνας θα είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση του παρόντος και του μέλλοντος. Πρέπει να αυξήσει την ικανότητά της στο πλαίσιο της αύξησης των παγκόσμιων αμυντικών προϋπολογισμών, τονίζεται στην έκθεση.
Η αμυντική βιομηχανία
Ο Μάριο Ντράγκι καλεί ξεκάθαρα την ΕΕ να προχωρήσει σε επενδύσεις που θα αυξήσουν την αμυντική της βιομηχανία. Τα στοιχεία που παρατίθενται δείχνουν ότι οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ είναι επί του παρόντος περίπου το ένα τρίτο των δαπανών των ΗΠΑ, ενώ αυτές της Κίνας αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς από το 2023.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων SIPRI, το 2023 οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ υπολογίστηκαν σε 916 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η σωρευτική δαπάνη των κρατών-μελών της ΕΕ υπολογίστηκε σε 313 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας εκτιμήθηκε σε 296 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά σύμφωνα με αρκετές πηγές θα μπορούσε να είναι σημαντικά υψηλότερος, καθώς η Κίνα μπορεί να βασιστεί σε μια μεγάλη εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Οι ΗΠΑ και η Κίνα αντιπροσώπευαν περίπου το ήμισυ των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών το 2023. Ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ αντιστοιχεί περίπου στο 37% των παγκόσμιων δαπανών.
Η έκθεση επισημαίνει ότι μετά από χρόνια υποεπενδύσεων, «η ΕΕ έχει δρόμο για την αποκατάσταση της βιομηχανικής ικανότητας και, κατά συνέπεια, την αύξηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων».
Η σύσταση Ντράγκι για να καταφέρει η ΕΕ να γίνει ανταγωνιστική σε αυτό τον τομέα είναι ότι πρέπει να προάγει την Άμυνα σε πρώτης τάξεως ανάγκη, ούτως ώστε να μπορεί να απορροφά κονδύλια από διάφορα Ταμεία και όργανα της ΕΕ όπως αυτό της Συνοχής (Cohesion), δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων -που τώρα δεν χρηματοδοτεί αμυντικά projects- και κονδύλια για επείγουσες ανάγκες.
«Ο αμυντικός τομέας αντιμετωπίζει τεράστιες επενδυτικές ανάγκες. Τα σχετικά μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την τροποποίηση των πολιτικών δανεισμού του Ομίλου ΕΤΕπ. Η αμυντική Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), ωστόσο, είναι μια ειδική κατηγορία δαπανών που δικαιολογεί μια μοναδική προσέγγιση. Επί του παρόντος, η ΕΕ επενδύει περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ σε αμυντική Ε&Α ετησίως, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων πραγματοποιείται σε επίπεδο κρατών-μελών», αναφέρει η έκθεση
Για να μπορέσει να ξεκινήσει η υλοποίηση του νέου δόγματος Άμυνας και Ασφάλειας, η ΕΕ πρέπει να βρει φρέσκο χρήμα. Μέσα σε αυτό φαίνεται να συμπεριλαμβάνονται και οι αλλεπάλληλες διαρροές για χρήση των 422 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα κονδύλια του ESM. Το θέμα συζητείται εδώ και μήνες, όμως μετά την ενεργοποίηση της νέας Κομισιόν «θα είναι θέμα χρόνου» να τεθεί στο τραπέζι, μας ανέφερε αρμόδια πηγή.
Όσο για την έκθεση, παρά τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε κυρίως από τη Γερμανία, αναμένεται να τη δούμε να αναπαράγεται σιγά σιγά και από πολλούς αξιωματούχους και αρχηγούς κρατών.