Για περισσότερες από δύο δεκαετίες οι εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις της Κίνας προκαλούσαν θαυμασμό αλλά και ανησυχία σε μεγάλο μέρος της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.
Αλλά από το 2019 και έπειτα, η υποτονική ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας οδήγησε πολλούς παρατηρητές στο συμπέρασμα ότι η Κίνα έχει ήδη φτάσει στο απόγειό της ως οικονομική δύναμη.
Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υποστήριξε το ίδιο στην ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης τον Μάρτιο: «Για χρόνια, άκουγα πολλούς από τους Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς φίλους μου να λένε ότι η Κίνα βρίσκεται σε άνοδο και οι ΗΠΑ υστερούν. Συμβαίνει το αντίθετο».
Όσοι αμφιβάλλουν ότι η άνοδος της Κίνας θα συνεχιστεί επισημαίνουν τις αδύναμες δαπάνες των νοικοκυριών, τη μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων και τον επίμονο αποπληθωρισμό. Αντί να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, υποστηρίζουν, η Κίνα πιθανότατα θα εισέλθει σε μια μακρά ύφεση, ίσως ακόμη και σε μια χαμένη δεκαετία.
Αλλά αυτή η μειωτική αντίληψη για τη χώρα υποτιμά την ανθεκτικότητα της οικονομίας της, τονίζει σε άρθρο στο Foreign Affairs ο Νίκολας Λάρντι, ερευνητής στο Peterson Institute που θεωρείται αυθεντία στην κινεζική οικονομία.
Όπως σημειώνει, η Κίνα αντιμετωπίζει όντως ισχυρούς αντίθετους ανέμους, συμπεριλαμβανομένης της βουτιάς στη στεγαστική αγορά, των περιορισμών που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στην πρόσβαση σε προηγμένες τεχνολογίες και της συρρίκνωσης του πληθυσμού. Αλλά η Κίνα είχε ξεπεράσει ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις όταν ξεκίνησε την πορεία της οικονομικής μεταρρύθμισης στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ενώ η ανάπτυξή της έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια, η Κίνα είναι πιθανό να αναπτυχθεί με διπλάσιο ρυθμό από τις ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια.
Οι παρανοήσεις για την οικονομία της Κίνας
Σύμφωνα με τον Λάρντι η απαισιοδοξία για τις οικονομικές δυνατότητες της Κίνας στηρίζεται σε διάφορες εσφαλμένες αντιλήψεις.
Μια εσφαλμένη αντίληψη ότι η πορεία σύγκλισης του κινεζικού ΑΕΠ με αυτόν τον ΗΠΑ έχει σταματήσει. Όπως σημειώνει ο Λάρντι, είναι αλήθεια ότι από το 2021 έως το 2023, το ΑΕΠ της Κίνας μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ των ΗΠΑ από το 76% στο 67%. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι μέχρι το 2023, το ΑΕΠ της Κίνας ήταν 20% μεγαλύτερο από ό,τι ήταν το 2019, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, ενώ των ΗΠΑ ήταν μόλις 8% μεγαλύτερο.
Αυτό το φαινομενικό παράδοξο μπορεί να εξηγηθεί σύμφωνα με τον ίδιο από δύο παράγοντες. Πρώτον, τα τελευταία χρόνια, ο πληθωρισμός ήταν χαμηλότερος στην Κίνα από ό,τι στις ΗΠΑ. Πέρυσι, το ονομαστικό ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε κατά 4,6%, κάτω από την αύξηση 5,2% που σημείωσε το ΑΕΠ της σε πραγματικούς όρους. Αντίθετα, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, το ονομαστικό ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2023 αυξήθηκε κατά 6,3%, ενώ το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,5% μόνο.
Επιπλέον, η Fed αύξησε τα επιτόκια κατά περισσότερες από πέντε ποσοστιαίες μονάδες από τον Μάρτιο του 2022, από το 0,25% στο 5,5%, καθιστώντας τα στοιχεία ενεργητικού σε δολάρια πιο ελκυστικά για τους επενδυτές και ενισχύοντας την αξία του δολαρίου σε σχέση με άλλα νομίσματα. Εν τω μεταξύ, η κεντρική τράπεζα της Κίνας μείωσε το βασικό της επιτόκιο από το 3,70% στο 3,45%. Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των κινεζικών και των αμερικανικών επιτοκίων αντέστρεψε τη μεγάλη εισροή ξένων κεφαλαίων στην Κίνα, μειώνοντας τελικά την αξία του ρενμίνπμι έναντι του δολαρίου κατά 10%. Η μετατροπή ενός μικρότερου ονομαστικού ΑΕΠ σε δολάρια με μια αποδυναμωμένη συναλλαγματική ισοτιμία οδηγεί σε μείωση της αξίας του ΑΕΠ της Κίνας όταν μετράται σε δολάρια σε σχέση με το ΑΕΠ των ΗΠΑ.
Αλλά αυτοί οι δύο παράγοντες είναι πιθανό να είναι παροδικοί, εκτιμά ο Λάρντι. Τα επιτόκια των ΗΠΑ μειώνονται τώρα σε σχέση με τα επιτόκια στην Κίνα, περιορίζοντας το κίνητρο των επενδυτών να μετατρέψουν το ρενμίνμπι σε δολάρια. Ως αποτέλεσμα, η υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος έχει αρχίσει να αντιστρέφεται. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι οι τιμές στην Κίνα θα ανέβουν φέτος, γεγονός που θα ενίσχυε το ΑΕΠ της Κίνας μετρούμενο σε ρενμίνμπι. Το ονομαστικό ΑΕΠ της μετρούμενο σε δολάρια ΗΠΑ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχίσει να συγκλίνει προς αυτό των ΗΠΑ φέτος και είναι πιθανό να το ξεπεράσει σε περίπου μια δεκαετία.
Μια δεύτερη παρανόηση είναι σύμφωνα με τον Λάρντι ότι το εισόδημα των νοικοκυριών, οι δαπάνες και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην Κίνα είναι αδύναμα. Τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτήν την άποψη. Πέρυσι, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε κατά 6%, υπερδιπλάσιο από το ρυθμό ανάπτυξης το 2022, όταν η χώρα ήταν σε lockdown, και η κατά κεφαλήν κατανάλωση αυξήθηκε κατά 9%. Εάν η εμπιστοσύνη των καταναλωτών ήταν αδύναμη, τα νοικοκυριά θα περιόριζαν την κατανάλωση, αυξάνοντας τις αποταμιεύσεις τους. Αλλά τα κινεζικά νοικοκυριά έκαναν ακριβώς το αντίθετο πέρυσι: η κατανάλωση αυξήθηκε περισσότερο από το εισόδημα, κάτι που είναι δυνατό μόνο εάν τα νοικοκυριά μείωσαν το μερίδιο του εισοδήματός τους που προορίζεται για αποταμίευση.
Μια τρίτη παρανόηση είναι κατά τον Λάρντι ότι ο αποπληθωρισμός έχει εδραιωθεί, βάζοντας την Κίνα σε τροχιά ύφεσης. Ναι, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν μόνο κατά 0,2% πέρυσι, γεγονός που προκάλεσε τον φόβο ότι τα νοικοκυριά θα μείωναν την κατανάλωση εν αναμονή ακόμη χαμηλότερων τιμών—μειώνοντας έτσι τη ζήτηση και επιβραδύνοντας την ανάπτυξη. Αυτό δεν συνέβη επειδή ο δομικός δείκτης τιμών καταναλωτή - ο οποίος δεν περιλαμβάνει τα τρόφιμα και την ενέργεια - αυξήθηκε στην πραγματικότητα κατά 0,7%.
Μια άλλη εσφαλμένη αντίληψη αφορά σύμφωνα με τον Λάρντι την πιθανότητα κατάρρευσης των επενδύσεων στα ακίνητα. Αυτοί οι φόβοι δεν είναι εντελώς αβάσιμοι, όπως σημειώνει ο ίδιος. Οι ενάρξεις κατοικιών το 2023 ήταν ο μισές σε σχέση με το 2021. Ωστόσο, τονίζει ο Λάρντι, κατά την ίδια διετή περίοδο οι επενδύσεις στα ακίνητα μειώθηκαν μόνο κατά 20%, καθώς οι κατασκευαστές δαπάνησαν περισσότερα για την ολοκλήρωση έργων που είχαν ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η κυβερνητική πολιτική ενθάρρυνε τις τράπεζες να χορηγούν δάνεια ειδικά για κατασκευαστικά έργα που είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Μια γενική χαλάρωση των περιορισμών στα δάνεια προς τους κατασκευαστές θα είχε επιδεινώσει την πλεονάζουσα προσφορά ακινήτων.
Τέλος, υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη ότι οι κινέζοι επιχειρηματίες μετακινούν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Αναμφίβολα, η κυβερνητική καταστολή που ξεκίνησε στα τέλη του 2020 σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, ιδίως στην Alibaba, δεν βοήθησε τα πράγματα, υποστηρίζει ο Λάρντι.
Αλλά και εδώ, σημειώνει, η απαισιοδοξία δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα. Πρώτον, σχεδόν όλη η μείωση που σημειώθηκε μετά το 2014 στο ποσοστό των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα επί του συνόλου των επενδύσεων στη χώρα προήλθε από τη διόρθωση στην αγορά ακινήτων, στην οποία κυριαρχούν ιδιωτικές εταιρείες. Εξαιρούμενου του τομέα του real estate, οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξήθηκαν σχεδόν 10% το 2023. Αν και ορισμένοι εξέχοντες Κινέζοι επιχειρηματίες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, περισσότερες από 30 εκατομμύρια ιδιωτικές εταιρείες παραμένουν και συνεχίζουν να επενδύουν. Επιπλέον, ο αριθμός των οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν ταξινομούνται επίσημα ως εταιρείες, αυξήθηκε κατά 23 εκατομμύρια το 2023, φτάνοντας συνολικά τις 124 εκατομμύρια επιχειρήσεις που απασχολούν περίπου 300 εκατομμύρια άτομα.
Κίνδυνος εφησυχασμού
Αν και η Κίνα αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, η διόγκωση αυτών των προβλημάτων δεν εξυπηρετεί κανέναν, τονίζει ο Λάρντι. Προειδοποιεί, μάλιστα, ότι μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό όσον αφορά τις προκλήσεις που εγκυμονεί η Κίνα για τη Δύση.