Το Χρηματιστήριο της Μόσχας άνοιξε νέες παρτίδες trading με τον όγκο συναλλαγών στο κινεζικό γουάν να ξεπερνά αυτόν του αμερικανικού δολαρίου ΗΠΑ το 2023.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Kommersant, η Μόσχα ακολουθεί μια στρατηγική αποδολαριοποίησης ενόψει των δυτικών κυρώσεων στα χρηματοοικονομικά της σύστημα.
Η Μόσχα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από το Πεκίνο και τη συνεργασία «χωρίς όρια» μεταξύ των δύο χωρών, έχοντας αυξήσει τις προμήθειες ενέργειας στην Κίνα και εντείνει τις αγορές κινεζικών προϊόντων, από αυτοκίνητα μέχρι smartphone, καθώς ευρωπαϊκές και αμερικανικές μάρκες εγκατέλειψαν τη ρωσική αγορά λόγω του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Οι συναλλαγές στο κινεζικό γουάν αντιπροσώπευαν σχεδόν το 42% του συνόλου των συναλλαγών σε ξένο νόμισμα στο Χρηματιστήριο της Μόσχας με τον όγκο το 2023 να υπερτριπλασιάζεται σε ετήσια βάση στα 34,15 τρισεκατομμύρια ρούβλια (391,5 δισεκατομμύρια δολάρια), ανέφερε η Kommersant, επικαλούμενη στοιχεία του Χρηματιστηρίου της Μόσχας.
Το μερίδιο του δολαρίου διαμορφώθηκε στο 39,5%, με όγκο 32,49 τρισεκατομμυρίων ρούβλια, από 49,90 τρισεκατομμύρια ρούβλια το 2022 και μερίδιο άνω του 63%. Οι συναλλαγές στο κινεζικό νόμισμα αντιπροσώπευαν μερίδιο 13% το 2022, μεταδίδει το Reuters.
Ανίκανη να συναλλάσσεται πλέον η Μόσχα με «μη φιλικά» νομίσματα, όπως θεωρούνται δολάρια και ευρώ, η Ρωσία επιδιώκει να ενισχύσει το εμπόριο αλλού.
Η χρήση του γουάν από την Κίνα για την αγορά ρωσικών εμπορευμάτων έχει αυξηθεί απότομα. Το διμερές εμπόριο Κίνας-Ρωσίας το 2023 έφτασε το ρεκόρ των 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με στοιχεία των κινεζικών τελωνείων, αυξημένα κατά 26,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η Ρωσία αύξησε τις εισαγωγές που τιμολογούνται σε γουάν. Οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές του ντιράμ των Εμιράτων και της ρουπίας Ινδίας έχουν επίσης αυξηθεί σημαντικά, αν και οι συναλλαγές στο χρηματιστήριο σε αυτά τα νομίσματα δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει.