Η GSK είπε ότι η δικαστική διαμάχη που αντιμετωπίζει για το αποσυρθέν φάρμακο για την καούρα Zantac (σσ. το έχει αποσύρει και ο ΕΟΦ) δεν συνάδει με τα επιστημονικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, καθώς η εταιρεία προσπαθεί να καθησυχάσει τους επενδυτές μετά από μια βουτιά της τιμής της μετοχής της.
Οπως μεταδίδουν οι Financial Times, οι μετοχές της φαρμακευτικής εταιρείας σημείωσαν πτώση 14% από τότε που η αγορά έκλεισε την Τρίτη μετά από δεδομένα αναλυτών που επισήμαναν τις πιθανές επιπτώσεις του φαρμάκου. Οι μετοχές της Sanofi, της Pfizer και του πρόσφατου spin-off Haleon της GSK υποχώρησαν επίσης.
«Το συντριπτικό βάρος των επιστημονικών στοιχείων υποστηρίζει το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρκίνου που να σχετίζεται με τη χρήση ρανιτιδίνης», ανέφερε η GSK σε δήλωση την Παρασκευή.
«Οι προτάσεις για το αντίθετο είναι επομένως ασυνεπείς με την επιστήμη και η GSK θα αμυνθεί σθεναρά έναντι όλων των αβάσιμων ισχυρισμών που ισχυρίζονται το αντίθετο».
Η GSK είναι κατηγορούμενη σε περίπου 3.000 υποθέσεις στις ΗΠΑ, οι οποίες ισχυρίζονται ότι η λήψη του φαρμάκου οδήγησε στην ανάπτυξη καρκίνου. Εκκρεμούν επίσης 100 υποθέσεις κατά της GSK στον Καναδά και ομαδική αγωγή στο Ισραήλ. Η GSK πουλούσε το φάρμακο στις ΗΠΑ από το 1995 έως το 1998.
Η GSK είπε ότι, η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων και ανεξάρτητοι ερευνητές για τον καρκίνο είχαν διεξαγάγει έρευνες από το 2019 και δεν βρήκαν καμία σχέση μεταξύ του Zantac και του καρκίνου.
Από 11 επιδημιολογικές μελέτες που ανέφερε η GSK, η πλειονότητα δεν βρήκε καμία σχέση, αν και μία σημείωσε ότι «η ιδιαίτερα μακροχρόνια χρήση της ρανιτιδίνης συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστης», αλλά ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να επιχειρηθεί η αναπαραγωγή αυτού του ευρήματος.
Μια άλλη μελέτη του 2021 βρήκε μια θετική συσχέτιση με τον καρκίνο του ήπατος, αλλά η συσχέτιση μειώθηκε σε άμεση σύγκριση με ένα άλλο φάρμακο για την καούρα (ομεπραζόλη).