Κατέβασε ταχύτητα η ανάπτυξη της μεταποίησης στην ευρωζώνη τον περασμένο μήνα, καθώς τα εργοστάσια αντιμετώπισαν ελλείψεις προσφοράς, υψηλές τιμές και πτώση της ζήτησης, σύμφωνα με έρευνα που έδειξε ότι οι καταναλωτές στρέφουν τις δαπάνες τους στον τουρισμό και την αναψυχή.
Ο τελικός δείκτης υπευθύνων αγορών (PMI) της S&P Global υποχώρησε στις 54,6 μονάδες τον Μάιο από 55,5 τον Απρίλιο, που είναι το πιο χαμηλό σημείο από τον Νοέμβριο του 2020 - είναι ωστόσο υψηλότερα από την προκαταρκτική εκτίμηση για 54,4. Υπενθυμίζεται ότι οποιαδήποτε ανάγνωση είναι υψηλότερα πάνω από τις 50 μονάδες δείχνει ανάπτυξη ενώ χαμηλότερα από αυτό το όριο συρρίκνωση.
Ένας δείκτης που μετρά την παραγωγή, ο οποίος τροφοδοτεί τον σύνθετο PMI που αναμένεται την Πέμπτη και θεωρείται καλός δείκτης οικονομικής ευρωστίας, εκτινάχθηκε στο 51,3 από 50,7.
«Οι κατασκευαστές της ευρωζώνης συνεχίζουν να αγωνίζονται ενάντια στους αντίθετους ανέμους της έλλειψης προσφοράς, των αυξημένων πληθωριστικών πιέσεων και της αποδυνάμωσης της ζήτησης εν μέσω αβεβαιότητας για τις οικονομικές προοπτικές», δήλωσε ο Chris Williamson, επικεφαλής οικονομολόγος της S&P Global. «Ωστόσο, η επιδείνωση του μεταποιητικού τομέα έχει επίσης επιβαρυνθεί από τη στροφή της ζήτησης στις υπηρεσίες». Καθώς οι οικονομίες άνοιξαν ξανά μετά την πανδημία του κορωνοϊού, οι πολίτες απολαμβάνουν ξανά διακοπές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, δήλωσε η S&P Global.
Ο προκαταρκτικός δείκτης PMI των υπηρεσιών υποχώρησε στο 56,3 τον Μάιο από 57,7, ωστόσο, υποδηλώνοντας επιβράδυνση της ανάπτυξης σε αυτόν τον τομέα. Οι αλυσίδες εφοδιασμού που μόλις ανέκαμψαν από την πανδημία, έχουν δεχθεί χτύπημα από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα εργοστάσια πρέπει να πληρώσουν υψηλότερο κόστος για τις πρώτες ύλες που χρειάζονται, κάποιο από το οποίο μεταβίβασαν στους καταναλωτές, αποδυναμώνοντας τη ζήτηση. Ο πληθωρισμός της ευρωζώνης ανήλθε στο υψηλό ρεκόρ του 8,1% τον Μάιο, όπως έδειξαν τα επίσημα στοιχεία την Τρίτη και ο νέος PMI παραγγελιών έπεσε στο 48,7 τον περασμένο μήνα από 51,6 - για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2020 πέρασε κάτω από το όριο των 50.
«Κύριος μοχλός της πρώτης πτώσης των νέων παραγγελιών των τελευταίων σχεδόν δύο ετών ήταν η συνεχιζόμενη κρίση της προσφοράς και οι πιέσεις στις τιμές, με τους παραγωγούς πολλών αγαθών και πρώτων υλών να ανεβάζουν ξανά τις τιμές τους παράλληλα με την πρόσφατη άνοδο των τιμών της ενέργειας», είπε ο Williamson.