Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Εθνική: Αναγκαία η μείωση των επιτοκίων από ΕΚΤ

Αμεση μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στην ευρωζώνη, καταδεικνύει το οικονομετρικό υπόδειγμα των αναλυτών της Εθνικής Τράπεζας, όπως τονίζεται, μεταξύ άλλων, στο μηνιαίο δελτίο Οκτωβρίου για τη ζώνη του ευρώ (Euro Area Monthly).

Εθνική: Αναγκαία η μείωση των επιτοκίων από ΕΚΤ
Η απόφαση της ΕΚΤ να μην χαλαρώσει περαιτέρω την πολιτική της στην παρούσα περίοδο ασθενούς και επιδεινούμενης ανάπτυξης εξετάζεται στο μηνιαίο δελτίο Οκτωβρίου της Εθνικής Τράπεζας για τη ζώνη του ευρώ (Euro Area Monthly).

Σύμφωνα με το οικονομετρικό υπόδειγμα των αναλυτών για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, οι μακροοικονομικές συνθήκες της ευρωζώνης – παρά τη σχετικά ανώδυνη δημοσιονομική πολιτική - απαιτούν μια άμεση μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης και μια δεύτερη ανάλογη μείωση στις αρχές του 2003, αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής.

Η ΕΚΤ φαίνεται, όπως επισημαίνεται, ότι καθυστερεί προσωρινά την απαιτούμενη χαλάρωση της πολιτικής της, επιθυμώντας να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τις προαναφερθείσες δημοσιονομικές εξελίξεις.

Εξάλλου, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις φαίνεται να εξασθενούν, εξετάζεται μια εναλλακτική αιτιολογία για τη στάση αναμονής της ΕΚΤ: οι πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη και τη δημοσιονομική πολιτική των χωρών της ευρωζώνης.

Αναλυτικότερα, ανακοινώσεις από τις τρεις μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης – Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία – έδειξαν ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι αρκετά υψηλότερα από ό,τι ορίζεται από τα αντίστοιχα Προγράμματα Σταθερότητας και Ανάπτυξης των χωρών αυτών.

Ειδικότερα, το έλλειμμα της Γερμανίας για το 2002 θα υπερβεί κατά πολύ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) του 3% του ΑΕΠ, ενώ και η Γαλλία αναμένεται να το προσεγγίσει.

Οι εξελίξεις αυτές προβλέπεται να αυξήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα του συνόλου των χωρών της ευρωζώνης στο 2,7% του ΑΕΠ για το 2002 από 1,3% το 2001, ενώ τα Προγράμματα Σταθερότητας και Ανάπτυξης των 12 χωρών της ευρωζώνης υποδείκνυαν ελλείμματα της τάξης του 1% του ΑΕΠ.

Αν και ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της επιδείνωσης των δημοσιονομικών θέσεων οφείλεται στην οικονομική επιβράδυνση της ευρωζώνης, πρέπει να επισημανθεί και η σημασία διαρθρωτικών παραγόντων στη διεύρυνση του ελλείμματος (κυρίως μειώσεις φόρων, προερχόμενες από προεκλογικές υποσχέσεις).

Πράγματι, αν αφαιρεθεί η επίδραση του οικονομικού κύκλου, το διαρθρωτικό έλλειμμα της ευρωζώνης (δηλαδή το οφειλόμενο σε πολιτικές) αναμένεται να διευρυνθεί σε 1,7% του ΑΕΠ για το έτος 2002 από 1,1% το 2001.

Σημειώνεται ότι ο στόχος του ΣΣΑ – του οποίου η επίτευξη ήδη μετατέθηκε από το 2004 στο 2006 - είναι η ισοσκέλιση των προϋπολογισμών μεσοπρόθεσμα έτσι ώστε να διευκολύνεται η λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών σε περιπτώσεις οικονομικής επιβράδυνσης.

Ακόμα πιο ανησυχητικές διαφαίνονται οι εξελίξεις για το 2003, καθώς οι χώρες δεν είναι πρόθυμες να εφαρμόσουν διαρθρωτικές πολιτικές για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (το δημοσιονομικό έλλειμμα για το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης προβλέπεται να αυξηθεί σε 2,9% του ΑΕΠ).

Αντίθετα, οι οριακές βελτιώσεις στις δημοσιονομικές τους θέσεις για το 2003 οφείλονται κυρίως στις αισιόδοξες προβλέψεις των κυβερνήσεων για την ανάκαμψη των οικονομιών τους, οι οποίες όμως αφορούν και λήψη εφάπαξ μέτρων.

Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της Γερμανίας, η οποία αναγκαστικά υιοθετεί διαρθρωτικά μέτρα με σκοπό τον περιορισμό των ελλειμμάτων της κάτω του ορίου του 3% του ΑΕΠ.

Διάφορα μέλη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων καθώς και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τόνισαν την ανάγκη μιας πιο ”ευέλικτης” ερμηνείας του ΣΣΑ, θέτοντας έτσι την αξιοπιστία των όρων του Συμφώνου υπό αμφισβήτηση.

Η λογική τους είναι ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που απαιτείται για τον περιορισμό των ελλειμμάτων δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά την τρέχουσα περίοδο ασθενούς ανάπτυξης.

Η αντίδραση της ΕΚΤ σε αυτά τα σχόλια καθώς και στις παραπάνω εξελίξεις ήταν άμεση: Απέρριψε οποιαδήποτε απόπειρα αναθεώρησης του ΣΣΑ, το οποίο εξασφαλίζει οικονομικό περιβάλλον ταχείας ανάπτυξης. Αντίθετα, τόνισε ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ευθύνονται για τη διεύρυνση του ελλειμμάτων, καθώς σε περιόδους υψηλής ανάπτυξης (2000-2001) δεν ακολούθησαν τις ενδεδειγμένες περιοριστικές πολιτικές ώστε το διαρθρωτικό έλλειμμα να έχει ήδη περιοριστεί σημαντικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρότεινε τον περιορισμό των διαρθρωτικών ελλειμμάτων κατά ½% ετησίως, καθώς και την υιοθέτηση ρεαλιστικών μακροοικονομικών προβλέψεων και αυστηρών λογιστικών κανόνων.

Το καίριο ερώτημα είναι πώς μεταφράζεται αυτή η στάση της ΕΚΤ σε όρους νομισματικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, η ανάκαμψη της ευρωζώνης δεν είναι τόσο έντονη όσο αρχικά αναμενόταν, καθώς η ζήτηση – εσωτερική και εξωτερική – παραμένει ασθενής.

Συνεπώς, αναθεωρούνται οι προβλέψεις της Εθνικής για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη σε 0,8% από 0,9% το 2002 και σε 2% από 2,3% το 2003.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v