Στο συμβούλιο της ΕΚΤ τον προηγούμενο μήνα υπήρξε ευρεία συναίνεση στο να επεκταθούν οι αγορές ομολόγων μέσω του QE, ωστόσο υπήρξε έντονη συζήτηση αναφορικά με την απόφαση να παραμείνει «ανοικτή» η ημερομηνία λήξης του προγράμματος. Αυτό προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης που δόθηκαν στη δημοσιότητα.
Εχοντας «γεφυρώσει» τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη με τον αναιμικό πληθωρισμό, η ΕΚΤ επέλεξε τον προηγούμενο μήνα να περιορίσει τον όγκο των μηνιαίων αγορών και παράλληλα να τις επεκτείνει κατά εννέα μήνες, ελπίζοντας ότι η πιο ήπια, αλλά μεγαλύτερης διάρκειας, τόνωση θα κρατήσει την οικονομία αρκετά δυνατή, ώστε να δημιουργήσει πληθωρισμό.
Όπως μεταδίδει το Reuters, οι αγορές δεν έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο αύξησης επιτοκίων μέχρι τα τέλη του 2019, «μεταφράζοντας» τις παραπάνω αποφάσεις ως υπόσχεση για περισσότερη τόνωση, αντί ως κίνηση σύσφιξης.
Ενώ όμως η απόφαση για την εννεάμηνη παράταση του QE με αγορές 30 δισ. ευρώ τον μήνα έτυχε ευρείας αποδοχής, από τα πρακτικά προκύπτει ότι εξετάστηκε εύρος εναλλακτικών επιλογών και ήταν μακρά από «ομόφωνη» η απόφαση να διατηρηθεί ανοικτή η ημερομηνία λήξης.
«Μια ημερομηνία λήξης θεωρήθηκε (από λίγους) καλά αιτιολογημένη με βάση την προσδοκία για περαιτέρω πρόοδο προς μια διατηρήσιμη προσαρμογή του μονοπατιού του πληθωρισμού στη βάση του καλύτερου του αναμενόμενου αναπτυξιακού μομέντουμ, περιορίζοντας τα ρίσκα και συνεχίζοντας τους ευνοϊκούς όρους για την οικονομία» αναφέρει το κείμενο.
Οι διαφωνούντες υποστήριξαν ότι ακόμα και αν οι αγορές δεν περιμένουν μια καθαρή ημερομηνία λήξης, η αντίδραση θα είναι περιορισμένη και σε κάθε περίπτωση, η οικονομία είναι σε θέση να αντιμετωπίσει σύσφιξη των όρων χρηματοδότησης, δεδομένης της ισχυρής ανάπτυξης.
Σε ένα ακόμα σημάδι διαφορετικών απόψεων, κάποιοι υποστήριξαν ότι η ΕΚΤ πρέπει να σταματήσει να συνδέει τις αγορές ομολόγων με τον πληθωρισμό και να αναφερθεί στη συνολική νομισματική της πολιτική.
Η συζήτηση, σχολιάζει το Reuters, υποδεικνύει τη διαίρεση εντός του Συμβουλίου και υπονοεί ότι οποιαδήποτε περαιτέρω επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων θα αντιμετωπίσει αντίδραση, ακόμα και αν η ΕΚΤ χάσει τα επόμενα χρόνια τον στόχο για πληθωρισμό «κοντά αλλά κάτω από 2%».
Το πρόβλημα για την κεντρική τράπεζα είναι πως παρότι η οικονομία αναπτύσσεται για 18 σερί τρίμηνα, η καλύτερη επίδοση εδώ και μια δεκαετία, ο πληθωρισμός είναι μικρότερος του στόχου εδώ και πέντε χρόνια, γεγονός που απειλεί την αξιοπιστία της, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός είναι η κύρια αποστολή της.
Μεγάλο μέρος από τη δύναμη πυρός της ΕΚΤ έχει ήδη εξαντληθεί με την αγορά ομολόγων αξίας 2,2 τρισ. ευρώ και τώρα είναι υπό πίεση για να γυρίσει σε πιο «παρατεταμένη» τόνωση, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό της περισσότερο χρόνο για να αυξήσει τον πληθωρισμό.
Το μεγαλύτερο παζλ είναι ότι ενώ η ανεργία μειώνεται ταχύτατα, οι μισθοί δεν αντιδρούν, κάτι που δημιουργεί σύννεφα στη σύνδεση αυτών των δύο δεικτών. Άλλες μεγάλες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το ίδιο δίλημμα.