Οι υποσχέσεις των αρχιτεκτόνων της βρετανικής εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση για γρήγορη επαναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών θα οδηγήσουν σε απογοήτευση, τονίζουν αναλυτές.
Παρατηρητές κάνουν λόγο για πληθώρα παραγόντων που πιθανώς θα παρατείνουν τις δύσκολες διαπραγματεύσεις και θα εντείνουν την αβεβαιότητα που ακολούθησε το δημοψήφισμα.
Πρώτον, η σχέση και η επικοινωνία μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρώπης έχει επιδεινωθεί αυτή την εβδομάδα. «Η σχέση δεν είναι καλή», τόνισε μιλώντας στο CNBC ο Fariborz Moshirian, διευθυντής του Institute of Global Finance στο UNSW Business School.
Την Τρίτη, τον Νάιτζελ Φάρατζ υποδέχθηκαν γιουχαΐσματα σε ειδική συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, ενώ ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ρώτησε απευθυνόμενος στο Βρετανό ευρωβουλευτή: «Αγωνιζόσασταν για την έξοδο, ο βρετανικός λαός ψήφισε υπέρ της εξόδου. Γιατί είστε εδώ;»
Όπως σημειώνει ο John Woods, επικεφαλής επενδύσεων για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού στην Credit Suisse Private Banking, υπάρχει κίνδυνος έλλειψης προθυμίας και από τις δύο πλευρές, ώστε να βρεθούν κάπου στη μέση. Στη χειρότερη περίπτωση, η Βρετανία θα αποκλειστεί εντελώς από την ΕΕ, αν και δε θα ήταν προς το συμφέρον της ένωσης να αποκλείσει το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της, πρόσθεσε ο ειδικός.
Από εκεί και πέρα, εντοπίζονται κι άλλες ενδείξεις εκτός της πολιτικής εχθρότητας, για το ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δε θα μπορέσει να διαπραγματευτεί μια επαρκή εμπορική συμφωνία, όχι μόνο με την ΕΕ, αλλά και με άλλους εμπορικούς εταίρους.
«Η επαχθής άσκηση της προσπάθειας επαναδιαπραγμάτευσης μιας διμερούς εμπορικής συμφωνίας με καθένα μεγάλο εμπορικό εταίρο, σαφώς είναι μια μεγάλη άσκηση, τουλάχιστον διότι, για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, δεν υπάρχουν πολλοί έμπειροι διαπραγματευτές για το εμπόριο στη Βρετανία», επεσήμανε ο Woods. «Οι Βρυξέλλες είναι που το κάνουν αυτό τα τελευταία 40 χρόνια. Επομένως εκεί υπάρχει ένα πρόβλημα γνώσης», κατέληξε.
Η απειρία αυτή μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές δυσκολίες, ιδιαίτερα καθώς μετά την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 η χώρα έχει μόνο δύο χρόνια για να διαπραγματευτεί μια συμφωνία, αλλά και τη στιγμή που τα σχέδια των υπέρ της εξόδου για την παράταση αυτής της περιόδου αποδείχθηκαν αδιέξοδα.
Τουλάχιστον ένας υποστηρικτής, ο Roger Bootle, εκτελεστικός πρόεδρος της Capital Economics, υπέθεσε πριν το δημοψήφισμα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις, να περιμένει, και μόνο όταν η συμφωνία θα είναι κοντά σε οριστικοποίηση, τότε να επικαλεστεί το δικαίωμα εξόδου επεκτείνοντας την περίοδο των διαπραγματεύσεων μέχρι και μια δεκαετία.
Ωστόσο, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έσπευσαν να δώσουν τέλος σε αυτή την πιθανότητα, τονίζοντας ότι δε θα υπάρξουν συζητήσεις πριν η Βρετανία «πατήσει τη σκανδάλη». Αυτό αποδυναμώνει σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση του Ηνωμένου Βασιλείου, τονίζουν οι ειδικοί.
«Οι διαπραγματεύσεις για τις οποίες μιλά ο κόσμος αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο απλές όσο αναμένουν», ανέφερε ο Moshirian, προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει εγγύηση ότι η Βρετανία θα εξασφαλίσει την καλύτερη συμφωνία». Ο αναλυτής έδωσε το παράδειγμα των ελληνικών διαπραγματεύσεων, τονίζοντας ότι υπό την απειλή μιας πιθανής χρηματοοικονομικής κατάρρευσης, η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε μια συμφωνία με πολύ σκληρότερους όρους.
Τέλος, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προειδοποίησε την Τρίτη ότι η Βρετανία δε θα μπορέσει να απολάβει προνόμια αγνοώντας τις υποχρεώσεις της. Η πολιτικός έδωσε το παράδειγμα της Νορβηγίας, κάτι που χρησιμοποιείται ευρέως από τους υπέρ της εξόδου, υπενθυμίζοντας ότι η χώρα διαπραγματεύτηκε για πρόσβαση στην ευρωπαϊκή κοινή αγορά συμφωνώντας να δέχεται μετανάστες από την ΕΕ, μεταξύ άλλων παραχωρήσεων. Η Leave έχει επανειλημμένως υποσχεθεί να περιορίσει τη μετανάστευση από το μπλοκ.
Πάντως, ο Woods της Credit Suisse θεωρεί ότι μια εμπορική συμφωνία θα μπορέσει να επιτευχθεί, κυρίως λόγω του «συμφέροντος και του αμοιβαίου οφέλους των δύο μερών».
Οι υπόλοιποι, ωστόσο, επεσήμαναν ότι η μόνη γνωστή παράμετρος είναι η αβεβαιότητα: «Δεν υπάρχει κυριολεκτικά τίποτα που να γνωρίζουμε πραγματικά» σχετικά με το πώς θα διαχειριστούν τα μέρη τις διαπραγματεύσεις για το Brexit, υπογράμμισε ο Jahangir Aziz, επικεφαλής οικονομικών στις αναδυόμενες αγορές στην JPMorgan.